• 210 51 55 889

Η ΠΡΟΙΚΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟΥ

Ὅποιος ἔρχεται σ’αὐτὴ τὴ ζωή, φέρνει μαζί του καὶ τὴν προῖκα του. Προῖκά του εἶναι οἱ γονεῖς του, οἱ προγονοί του, ἡ φύση τῆς πατρίδας του, ἱ ἱστορία τῆς πατρίδας του, ἡ θρησκεία του. Ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ κόσμου βρίσκουν ὅλ’αὐτὰ ἕτοιμα νὰ τοὺς περιμένουν, νὰ τὰ σηκώσουν στὰ χέρια, νὰ τὰ κατευθύνουν καὶ νὰ τὰ στηρίξουν στὴ ζωὴ ὥσπου νὰ κλείσουν τὰ μάτια. Τὸ Ἑλληνόπουλο ποὺ γεννιέται στὴν Ἑλλάδα τὸ ὑποδέχεται πρῶτο τὸ φῶς τῆς Ἑλλάδας.

 

Ὅποιος δὲν εὐτύχησε νὰ τὄχει προῖκα πατρικὴ τὸ φῶς τῆς Ἑλλάδος, αὐτὸς μπορεῖ νὰ ἐκτιμήσει πόσο ἀξίζει νὰ ξυπνᾷς ἀπὸ ὕπνο βαθὺ καὶ νὰ νιώθεις, νᾶ βλέπεις μὲ τὰ μάτια σου ὅτι σὲ ὑποδέχεται ἡ δόξα καῖ ἡ στοργὴ τοῦ καταγάλανου, φωτεινοῦ οὐρανοῦ μας. Κι ὁ ποιητὴς τῶν Ἑλλήνων κάνει τὴν ἐκτίμησή του:

“ Ἄξιόν ἐστι τὸ φῶς καὶ ἡ πρώτη χαραγμένη στὴν πέτρα εὐχὴ τοῦ ἀνθρώπου. ”


Τώρα γιατί δὲν ἀρκέστηκε ὁ ποιητὴς στὸ ῥῆμα “ἀξίζει ” καῖ διάλεξε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ λογοτεχνία τὴν περίφημη φράση ἄξιόν εστι, μόνον ἕνας ποὺ ἔχει μεταλάβει ἀπὸ τὴν θρησκευτικὴ παράδοση τοῦ λαοῦ μας μπορεῖ νὰ τὸ καταλάβει καὶ νὰ τὸ κρίνει ἀναγκαῖο καὶ αὐτονόητο. Εἶναι τὸ ῥὴμα ποὺ μᾶς θυμίζει τὸ λεπτὸ ἄρωμα τῆς Παναγίας, ποὺ σημαίνει τὴν παρουσία της πάνω στὴ γῆ:
« Ἄξιόν ἐστι μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκον...»


Ἔτσι καὶ τὸ φῶς ποὺ λούζει τὸν ἀρχαῖο Ἕλληνα καὶ τὸν κάνει νὰ προφέρει εὐχὴ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του, εὐχὴ ποὺ τὴ βρίσκουμε χαραγμένη στὶς πρῶτες ἐπιγραφὲς τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας : “ Θεὸς τούχα ἀγαθά ”, “ Βίον μετ΄ ὄλβου”, ἀποκαλύφθηκε ὕστερα μὲ τὸ “φῶς ἱλαρόν”, ποὺ μᾶς λούζει τώρα μὲ τὴν αἰώνια μακαριότητα, ποὺ μᾶς χαρίζει “θανάτου ἄκος καὶ γήραος ἄλκαρ ” (τοῦ θανάτου γιατρικὸ καὶ ἀποτρεπτικὸ τοῦ γήρατος). Αὐτὸ εἶναι τὸ αἰώνιο φῶς τῆς Ἀνάστασης, ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς «ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι », “καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς γεννηθήτω φῶς καὶ ἐγένετο φῶς ”. Μέσα ἀπ’αὐτὸ τὸ βασίλειο τοῦ φωτὸς, τοῦ φυσικοῦ καὶ τοῦ αἰώνιου γεννιέται τὸ κάθε Ἑλληνόπουλο καὶ ἂν τὸ ἀντιλαμβάνεται μεγαλώνοντας, εἶναι μακάριο καὶ γι’αὐτὸ μακαρίζει τὴ Θεοτόκο “τὴν γεννήσασαν τὸ φῶς ἐν τῷ κόσμῳ ”.


Τώρα παιδί μου, ποὺ ἦρθες στὸν κόσμο ἔλα να σοῦ δώσω τῆν προῖκα σου, γιὰ νὰ ζήσεις καὶ νὰ ‘ναι ἡ ζήση σου ἕνα τραγούδι χαρᾶς καὶ εὐχαριστίας. Ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιὰ τῆς ψυχῆς σου καὶ πάρε ἕνα « Χριστὸς ἀνέστῃ », πάρε ἕνα « αἱ γενεαὶ αἱ πᾶσαι », πάρε ἕνα « Ἄξιόν ἐστι », πάρε ἕνα « τὴν ὠραιότητα τῆς Παρθενίας σου », πάρε ἕνα « Πιστεύω εἰς ἕνα Θεὸν», πάρε ἕνα « Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη », πάρε ἕναν Μακρυγιάννη μαζὶ μὲ τὴ μάννα του, πάρε μιὰ γυναῖκα τοῦ Ζαλόγγου, μὰ τί βλέπω ; Τόσο μικρὸ σακκὶ ἔφερες ; Ξέρεις πόσα ἔχω να σοῦ δώσω ; ἔχω νὰ σοῦ δώσω ἀκόμα ἕνα Σαμουήλ, ἕνα Δασκαλογιάννη, ἕνα Καραολή... Πώ πώ ! Ποῦ θὰ τὰ βάλεις τόσα ποὺ ἔχω νὰ σοῦ δώσω ἀκόμα ; Δὲν τὰ χωράει ἡ μικρὴ καρδιά σου, Ἑλληνόπουλο. Μάθε γράμματα νὰ φαρδύνει ἡ καρδιά σου, μάθε «γράμματα σπουδάματα τοῦ Θεοῦ τὰ πράματα ».


Σκέφτομαι τοὺς ἀρχαίους μας, ποὺ ἦταν γονεῖς, μὰ ἀλήθεια τί προῖκα εἶχαν νὰ δώσουν στὰ παιδιά τους. Εἶχαν βέβαια τὴ γῆ τὴ ζῳοδότειρα ἀλλὰ καὶ παντολέτειρα, ( ποὺ δίνει ζωὴ ἀλλὰ καὶ ὅλα τὰ ἀφανίζει , γιατὶ ἀπ’ αὐτὴν ζοῦσαν καὶ αὐτὴ στὸ τέλος τοὺς κατάπινε ), εἶχαν νὰ τοὺς δώσουν τὸν ἥλιο, τὸ ὁλονύχτιο φεγγάρι ( τὴν πανσέληνο), τὰ ἄπειρα ἀστραφτερὰ κυματάκια τῆς βαθυγάλανης θάλασσας, τὰ βουνὰ τὰ χιονόδοξα, κατοικίες τῶν θεῶν, τὰ ἱερὰ ποτάμια, τὶς λίμνες τους, ποὺ οὔτε οἱ ἴδιοι τὰ ἔφτιαξαν οὔτε ἤξεραν ποιός τὰ τεχνούργησε τόσο ἀξιοθαύμαστα, καθὼς στὴ Μυθολογία δὲν μαρτυρεῖται δημιουργὸς τοῦ κόσμου.


Ὅλος αὐτὸς ὁ πανέμορφος κόσμος ἦταν για τοὺς ἀρχαίους «ἕρμαιον», δηλαδὴ ἀδέσποτον εὕρημα καὶ ὅποιος μποροῦσε τὸ κυρίευε. Καὶ στὰ παιδιά τους, οἱ προγονοί μας, ποὺ ἔπρεπε νὰ τὰ προικίσουν μὲ μιὰν ἀξία, γιὰ νἄχουν κάποιον νὰ τὸν εὐχαριστοῦν, τοὺς πρόβαλλαν τὴν παλληκαριά τους (τὴν ἀνδρείαν) καὶ ἔτσι ἔγινε καὶ ἰδανικό τους καὶ τὸ νταηλίκι (δαὴς-προφ. νταὴς=ἐχθρικός, πολεμικός). Αὐτὴ ἡ γῆ ὅμως μὲ τὸν ἥλιο καὶ τ’ἀστέρια της, μὲ τὰ πουλιά της, ποὺ τοὺς τάΐζε, τοὺς ἀγκάλιαζε μὲ τὶς σπηλιές της, τὴ γῆ τοὺς παρηγοροῦσε σὰν μαννούλα ( Γαῖα θεὰ μῆτερ -ὕμνος εἰς τὴν Γῆν ) καὶ οἱ γονεῖς τους, τὰ ἀδέρφια τους, οἱ γυναῖκες τους, τὰ παιδιά τους ἦταν οἱ ἀξίες τους, οἱ ἀγάπες τους, ἡ προῖκα τους, ποὺ στόλιζε τὴ ζωή τους, τοὺς δίδασκε, τοὺς ἀσκοῦσε, τοὺς βράβευε καὶ γι’αὐτὴν πολέμησαν στὸν Μαραθῶνα, στὶς Θερμοπύλες, στὴ Σαλαμῖνα καὶ στὶς Πλαταιές, κι αὐτὲς τὶς ἀθῷες νῖκες τους παρέστησαν στὴ ζῳφόρο τοῦ Παρθενώνα. Οἱ νῖκες ἦταν ἀθῷες γιατὶ ἦταν ἀμυντικές. « Ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἐλευθεροῦτε πατρίδα ». Όλ’αὐτὰ τὰ κληρονομοῦσαν τὰ παιδιὰ τῶν προγόνων μας, ὅταν πήγαιναν εἰς διδασκάλου, για νὰ μάθουν μουσικὴν κι ἀποστήθιζαν τὸν Ὅμηρο καὶ τὰ ἐπιγράμματα τῶν συγχρόνων του ποιητῶν.


« Ὠ ξεῖν ἀγγέλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε
κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι
καὶ τὸ « Ἑλλήνων προμαχοῦντες Ἀθηναῖοι Μαραθῶνι
χρυσοφόρων Μήδων ἐστόρεσαν δύναμιν »


Δὲν εἶχε τίποτε καλύτερο νὰ προικίσει στὰ Ἑλληνόπουλα ἡ ἐθνική μας παράδοση καὶ γι’αὐτὸ ἀκόμα προικίζει μ’αὐτὰ καὶ τὴ σημερινὴ νεολαία τῆς πατρίδας μας. Ἡ μαχητικὴ ἱκανότητα τῶν Ἑλλήνων τοῦ 490, 480 καὶ 479 ταυτίζεται μὲ τὸ “ἀέρα” τοῦ 1940 μ.Χ. στ’Ἀλβανικὰ βουνά. Ὅσο ὅμως ἀκόμα κρινόταν καὶ κινδύνευε ἡ ζωὴ τῶν Μαραθωνομάχων, τῶν Θερμοπυλομάχων, τῶν Σαλαμινομάχων, τῶν Πλαταιομάχων, οἱ Ἕλληνες ἦταν ἀθῷοι. Μόλις ὅμως βεβαιώθηκαν γιὰ τὴ νίκη τους ἄρχισε ἡ πικρή τους κατάρρευση. Ἡ Ἀθήνα ἔγινε μεγάλη ἰμπερεαλιστικὴ δύναμη καὶ τότε γεννήθηκε ἡ τραγῳδία.

Ἡ τραγῳδία εἶναι ἡ πολὺ σοβαρὴ ποίηση ποὺ καταδίκαζε (καὶ παρίστανε ἐπὶ σκηνῆς) τὴν ἀλογία τῆς δύναμης καὶ τὴν ἀλαζονεία τῆς ἐξουσίας χωρὶς ὅμως νὰ δείχνει τρόπο ἀλλαγῆς τῆς ζωῆς. Ἔδειχνε τὸ κακὸ μέσα στὸν κόσμο μοιραῖο. Βέβαια ὁ Αἰσχύλος ὁραματίστηκε μιὰ ἐποχὴ λυτρωμοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ Δία, ἀλλὰ μέσα στὰ πλαίσια τοῦ θανάτου καὶ τοῦ μοιραίου κακοῦ στὸν κόσμο. Γιὰ τὸ μοιραῖο κακὸ ἔκανε ὁ Αἰσχύλος τὴν τριλογία του «Ὀρέστεια», ἀλλὰ μὲ πολὺ ἀδύνατα θεολογικὰ ἐπιχειρήματα καὶ ἀποτελέσματα, ἀφοῦ οἱ ἐρινύες ὡς εὐμενίδες πάλι θὰ κόλαζαν τὸ κακὸ ὡς τιμωροί. Ἔτσι τὸ κακὸ καὶ ὁ θάνατος παραμένουν κυρίαρχοι τῆς ζωῆς, εἶναι στὴν πρὸ Χριστοῦ ἀνθρωπότητα “ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου”. Καὶ τὸ ἑλληνόπουλο τῆς ἐποχῆς μας φραγκομαθημένο στὴ θεολογία του ζεῖ κι αὐτὸ μέσα στὴν ὁμίχλη τοῦ ἀνίκητου κακοῦ καὶ τοῦ θανάτου ὥσπου νἀκούσει τὸ “Χριστὸς ἀνέστῃ”.

Ὅταν τὰ παιδιά διδάσκονται τὴ Μυθολογία μας στὸ δημοτικὸ, (ἀργότερα στὸ Λύκειο διδάσκονται τὴ Μυθολογία του “διαφωτισμοῦ”) μαθαίνουν τί προστάτευε ὁ κάθε θεὸς τῶν ἀρχαίων. Δὲν τοὺς λέμε βέβαια ὅτι καὶ ὁ θάνατος εἶναι θεὸς καὶ τοῦ ἀφιερώνεται καὶ ἕνας Ὁμηρικὸς ὕμνος. Ἔτσι μπαίνουν στὴ ζωὴ μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι τὸ κακὸ εἶναι παντοδύναμο καὶ ἐναποθέτουν μέσα στὰ πλαίσια τοῦ θανάτου τὰ συμφέροντά τους. Ὁ νέος ἄνθρωπος αἰσθάνεται τὸν θάνατο τελικὸ θριαμβευτὴ ἐπὶ τῆς ζωῆς καὶ γι’αὐτὸ στὸ πρόσωπό του διαγράφεται ἡ γκριμάτσα τῆς κατάθλιψης μόνιμα. Είναι κι αὐτὸ μέσα στὴν προῖκα του. Στὴν προῖκα καὶ τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνόπουλου ἀλλὰ καὶ τοῦ Ἑλληνόπουλου τῆς σύγχρονης ἀστικῆς κοινωνίας.

Πάντως ἡ ἀρχαία Μυθολογία μας εἶναι ἀθῴα, γιατὶ μᾶς λέει ὅ,τι πιὸ ἀληθινὸ ἔχει νὰ μᾶς πεῖ. Γι’αὐτὸ καὶ ὁ Αἰσχύλος βάζει τὸν Προμηθέα του νὰ κραυγάζει γιὰ λογαριασμὸ τῶν ἀνθρώπων “τοὺς πάντας ἐχθαίρω θεούς ”.

Καὶ ὁ Αἰσχύλος καὶ ὁ Εὐριπίδης ἐκφράζουν μὲ δραματικὴ σαφήνεια τὴν ἀπογοήτευσή τους γιὰ τοὺς θεούς τους, παριστάνοντάς τους μισάνθρωπους. Στὸ δρᾶμα Βάκχες, ὁ Κάδμος πετάει ἕνα ἀγανακτισμένο λόγο στὸν Διόνυσο :

“ ὀργὰς πρέπει θεοὺς οὐχ ὁμοιοῦσθαι βροτοῖς”.

Ὁ Εὐριπίδης, στὸ δρᾶμα του Ἐλένη, ἐκφράζει τὴν ἀπογοήτευσή του γιὰ τοὺς θεοὺς μὲ ἐκπρόσωπο τὴν Ἑλένη, κόρη τοῦ Δία. « Σὺ Διὸς ἔφυς Ἑλένα θυγά τηρ...ἀαλλὰ ἀχήθης καθ’Ἑλλανίαν προδότις, ἄπιστος, ἄδικος, ἄθεος · οὐκ ἔχω τι τὸ σαφὲς ποτ’ἐν βροτοῖς · τὸ τῶν θεῶν δ’ ἔπος ἀλαθὲς εὗρον ». ( Ἐσὺ Ἑλένη, γεννήθηκες θυγατέρα τοῦ Δία, ἀλλὰ ἀκούστηκες σ’ὅλο τὸν ἑλληνικὸ κόσμο προδότις, ἄπιστη, ἄδικη, ἄθεη · δὲν ἔχω τέλος πάντων κάτι τὸ σαφὲς μέσα στὸν κόσμο τῶν ἀνθρώπων · τὸν λόγο ὅμως τῶν θεῶν τὸν βρῆκα ἀληθινόν).

Βρίσκει ὁ ποιητὴς μιὰ ἀνακούφιση νὰ μάχεται τὴν ἰδέα τῶν θεῶν ·νά, ἡ θεὰ Ἑλένη, ποὺ ἀκούστηκε ὅτι νἆναι προδότις, ἄπιστη, ἄδικη, ἄθεη. Κι ὁ ποιητὴς ὁμολογεῖ ὅτι τἄχει χαμένα καὶ δὲν βρίσκει κάτι τὸ σαφὲς ψάχνοντας μέσα στὶς γνῶμες τῶν ἀνθρώπων ἐκτὸς ἀπὸ τὸν λόγο γιὰ τοὺς θεούς, δηλαδὴ ὅτι ὑπάρχουν.

Αὐτὰ ὑπογραμμίζουμεἢ μᾶλλον ἔπρεπε νὰ ὑπογραμμίζομε στοὺς Ἑλληνόπαιδες, ποὺ ἔρχονται κοντά μας, γιὰ νὰ μάθουν γράμματα, γιὰ νὰ ξέρουν ὅτι ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους μας ἔχουν νὰ μάθουν πολλὲς ἀρετές, ἀλλὰ ὄχι τὴν ἀλήθεια ἀφοῦ κι αὐτοὶ σὲ πολλὰ χωρία τῶν κειμένων, ποὺ μᾶς ἄφησαν, ὁμολογοῦν τὴν ἀνεπάρκεια τῆς θεολογίας τους. Αὐτὰ ὅλα πρέπει νὰ τὰ ξέρει τὸ Ἑλληνόπουλο, ποὺ πηγαίνει τὰ καλοκαίρια στὴν Ἐπίδαυρο, γιὰ νὰ παρακολουθήσει ᾶραστάσεις δραμάτων κι ὅταν διαβάζει τὰ δράματα αὐτά. Ἡ Μυθολογία μας ὁμολόγησε μὲ εἰλικρίνεια μεγάλη τὴν ἀπαξίωση τῆς θεολογίας καὶ τῆς ἀνθρωπολογία τῶν προγόνων μας.

Οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι που βρέθηκαν νὰ πατᾶνε πάνω σὲ αὐτὴν ἐδῶ τὴν γῇ (καὶ ὀνοματίζονται μόνο οἱ βασιλιάδες) εἶχαν ὅλοι ( παρὰ τὰ θαυμαστά τους κατορθώματα) κακὴ ζωὴ καὶ πολὺ χειρότερο τέλος. Θυμίζω μερικοὺς ἀπ’αὐτοὺς καὶ ὅποιος θέλεις ἂς ἀνοίξει τὴν Μυθολογία νὰ διβάσει τὸν βίο τους: Τάνταλος, Σίσυφος, Πέλοπας, Ἀτρεῖδες, Ἀθάμας, Λάΐος, Οἰδίποδας, Αἰγέας, Θησέας, Ἡρακλῆς, Ἰάσων, Μἠδεια. Δὲν θὰ μποροῦσε τάχα ἡ Μυθολογία νὰ παρουσιάσει ἀνθρώπους ποὺ νὰ διαφημίζουν τὸ λαό τους ; Εἶπε ὅμως τὴν ἀλήθεια ποὺ ὑπέθετε καὶ τὴν ἀλήθεια ποῦ μποροῦσε νὰ γνωρίζει. Ὅτι ὁ κόσμος βρέθηκε ἀρχικὰ νὰ ὑπάρχει μὲ τὴ μορφὴ τεράτων, ὅπως ἡ ἔχιδνα κι ἄλλα τέτοια. Ὕστερα ἐμφανίστηκαν οἱ ἀνθρωπόμορφοι θεοὶ καὶ μετὰ οἱ ἄνθρωποι. Ἀνάμεσα στοὺς θεοὺς καὶ στοὺς ἀνθρώπους ἐπικρατοῦσε ὁ πόλεμος καὶ στὸν πόλεμο ἐπικράτησε ὁ δυνατότερος ἀνάμεσα στους θεοὺς καὶ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους.

Οἱ θεοὶ λυμαίνονταν ὅ,τι ἐπιθυμητὸ εἶχαν γι’αὐτοὺς οἱ ἄνθρωποι, κυρίως κοπέλες, ὅπως ἡ Τυρώ καὶ ἄλλες καὶ ἀπὸ τοὺς βιασμούς τους ἦρθαν στὸν κόσμο οἱ Διόθρεπτοι βασιλῆες, ποὺ ἐπροσωποῦσαν τοὺς ἀντιπροσωπευτικοὺς τύπους τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Ἔ, αὐτοὶ ὅλοι ἔκαναν μεγάλα κατορθώματα μὲ τὴν ἀνδρεία τους καὶ τὴν ἐξυπνάδα τους.

Μὲ αὐτὴ τὴν ἰδέα γιὰ τὴ ζωὴ ἔβγαινε στὸν κόσμο ὁ πρὸ Χριστοῦ Ἕλληνας. Καὶ ὁ πόλεμος ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους δὲν σταμάτησε, ὅπως βλέπουμε, οὔτε ἡ δυστυχία τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Σοφοκλῆς βαθμολογεῖ ὅλες τὶς γενιὲς τῶν ἀνθρώπων μ’ἕνα ὁλοστρόγγυλο μηδέν, ἀκόμα καὶ τὴ γενιὰ τὴ δική του, ποὺ ἦταν βέβαια ὁ πολυφημισμένος « χρυσοῦς αἰὼν » μ’ἕνα στίχο τοῦ δράματος “Οἰδίπους Τύραννος”:

« ἰὼ γενεαὶ βροτῶν, ὡς ὑμᾶς ἴσας καὶ τὸ μηδὲν ζὠσας ἐναριθμῶ ».
( Ἀλλοίμονο γενιὲς τῶν ἀνθρώπων, γιατὶ σᾶς λογαριάζω νὰ ζεῖτε ἴσα μὲ τὸ μηδέν).

Καὶ γιὰ τὴν ἀτομικὴ εὐτυχία λέει ὅτι εὐτυχία νιώθεις ὥσπου νὰ φτάσεις στὴν κορυφὴ κι ἀμέσως ἀπὸ 'κεῖ βλέπεις τὴν πίσω πλευρά, ποὺ εἶναι ἡ δυστυχία. Πῶς τώρα φτιάχνουν περιουσίες, χτίζουν σπίτια, ὀργανώνουν πολιτεῖες καὶ δημοκρατίες, κάνουν πολέμους, ἀντικρύζουν τὸν θάνατο, σκοτώνουν ἐχθρούς, ληλατοῦν πολιτεῖες, γράφουν συγγράμματα και τόσα ἄλλα κάνουν μὲ μόνη βεβαιότητα τὸν θάνατο ; !

Βέβαια καυχώμαστε για την αστραφτερή μας ἀρχιτεκτονική, τῆν γλυπτική μας, τὴν ποίηση, τὴν ἱστοριογραφία μας, τῆ ῥητορική μας καὶ τόσες ἄλλες πολιτιστικὲς ἐπιδόσεις μας. Θυμηθεῖτε τὸ Μακρυγιάννη ποὺ εἶδε δυὸ ἀγάλματα, ποὺ ἑτοιμάζονταν νὰ τὰ πουλήσουν καὶ εἶπε : “ Γι’αὐτὰ πολεμήσαμε”. Ἄρα ἀξία ἀνεκτίμητη ἔχουν τὰ ἐπιτεύγματα τοῦ πολιτισμοῦ μας, ἀλλὰ ἐνῷ δείχνουν μιὰ μεγάλη προῖκα, ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς σ’αὐτούς, ποὺ γεννιούνταν πάνω στὰ χώματά μας, δὲν ἦταν ἀρκετά, γιὰ νὰ ἀναπαύσουν, γιατὶ ἐνῷ ἦταν δωρήματα τοῦ Θεοῦ, τὰ βιώνουν ὡς δικά τους κατορθώματα καὶ ὅλη ἡ δόξα τῶν κατορθωμάτων ἔλουζε τἀνθρώπινα πρόσωπα καὶ πέθαινε μαζὶ μ’αὐτά. Ἦταν ἄσχετα μὲ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Κι ὁ θάνατος μετὰ τὰ κατορθώματα ἦταν πολὺ αἰσθητός. Καὶ ὅταν ὁ ἀμοραλισμὸς (ἠθικὴ παράλυση) τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου κατέστρεψε τὴ θρησκευτικὴ πίστη ἀνέλαβε ἡ φιλοσοφία ν’ἀντικαταστήσει τοὺς προσωπικοὺς φανταστικοὺς θεοὺς μὲ ἔννοιες, μὲ ἰδέες, μὲ ἐπιχειρήματα, ποὺ ἀποτελοῦσαν φάσεις τῆς ἀθεΐας καὶ ἀθεΐα μόνον οἱ διανοούμενοι μποροῦσαν νὰ ἔχουν, τότε ὁ ἀνώνυμος λαός, ποὺ συντηρεῖ τὸ ὑγιέστερο ἦθος ἔστησε στὴ μέση τῆς Ἀθήνας τὸ βωμὸ “ἀγνώστῳ θεῷ”, γιὰ νἀξιωθεῖ νἀκούσει ἀπ’τὰ χείλη τοῦ Ἀποστόλου Παύλου : “ὃν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν ”.

Ἐκείνη τὴν ὥρα ποὺ οἱ πρῶτοι Ἀθηναῖοι γίνονταν Χριστιανοί, ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ ζωὴ παρέδινε τὴν ἐξουσία στὴ χριστιανική, ποὺ περιεῖχε μέσα της καὶ ὅ,τι ὡραῖο εἶχε ἡ Ἑλληνική, πέθανε ἡ εἰδωλολατρικὴ Ἑλλάδα καὶ ἀναστήθηκε ἡ ἑλληνοχριστιανικὴ Ἑλλάδα, Ὅσοι Ἕλληνες ἔγιναν Χριστιανοὶ παραδόθηκαν στὸ μαρτύριο καὶ κέρδισαν τὸν θαυμασμὸ καὶ τὴν ἐκτίμηση τοῦ λαοῦ (ἅγιος Διονύσιος, ἅγιος Ἱερόθεος, ἅγιος Λεωνίδης καὶ πολλοὶ ἄλλοι)· ὅσοι ἔμειναν στὴν εἰδωλολατρεία, αὐτοὺς ὀνόμασαν οἱ Ῥωμαῖοι Γραικούλους, γιατὶ ἔγιναν μεταπράτες τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πνεύματος καὶ πολλὲς φορὲς μὲ ἐπιχορηγήσεις τῶν Ῥωμαίων ἄνοιγαν φροντιστήρια φιλοσοφίας, σχολὲς ῥητορικῆς καὶ γενικὰ γέμισαν τὸν κόσμο μὲ ἄφθονη φλυαρία, γιὰ νὰ εἰσπράττουν τὰ δίδακτρα ἀπὸ τοὺς νεόπλουτους Ῥωμαίους. Ἦταν πνευματικὴ ψευτοάνθιση, ποὺ δικαιώνει ἀπόλυτα τὸ λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου : “ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου ; ”.

Τὸ Ἑλληνόπουλο τῆς Ἀλεξανδρινῆς ἐποχῆς εὔρισκε εὔκολα άπασχόληση στὶς κτήσεις τῶν διαδόχων στὴν Ἀσία καὶ στὴν Ἀφρικὴ κι ἐκεῖ ἐκπροσωποῦσε μιὰ κοινωνία ἀφεντάδων καὶ μορφωμένων, διεπίστωνε ὅτι ὅλη ἡ πνευματική του καλλιέργεια κατέληγε σ’ἕνα καλὸ εἰσόδημα καὶ στὰ κεφάλια τῶν ντόπιων βαρβάρων σκυμμένα στὸ πέρασμά του.

Στὴ Ῥωμαιοκρατία ἔγιναν φροντιστὲς οἱ μορφωμένοι Ἕλληνες καὶ δίδασκαν πληροφορίες καῖ ῥητορικὰ σχήματα στοὺς βαρβάρους κατακτητές, ποὺ ἤθελαν νὰ πάρουν καὶ κάποια πνευματικὴ μόστρα. Ἤξεραν βέβαια καὶ τὸν Ὅμηρο καὶ τοὺς τραγικοὺς ἀλλὰ χωρὶς κραδασμοὺς καρδιακούς, ἔτσι ὅπως ξέρουν τώρα τὰ παιδιὰ τὰ κινούμενα σχέδια. Πάντως ἡ αἴσθηση τοῦ κενοῦ βασάνιζε κι αὐτῶν τὶς καρδιές, προπάντων ὅταν ἔβλεπαν ὅτι ὅλη τους τὴ φλυαρία τὴ σάρωνε ὁ θάνατος. Οἱ πιὸ ἀνήσυχοι ὅμως καὶ οἱ πιὸ ὥριμοι αἰσθάνονταν ὅτι ἡ ἀλήθεια δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι κάποια σκέψη · ὅλοι στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τους ἀποζητοῦσαν ἕνα προσωπικὸ Θεό, ὅπως τὰ μικρὰ παιδιά, ποὺ ἀποζητοῦν τὸν κόρφο τῆς μάννας καὶ ὅπως οἱ ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ ποὺ ἔχουν μέσα στὶς ἀπλοϊκὲς καρδιές τους εἰκόνες προσώπων ἀντὶ γιὰ σχήματα ἐννοιῶν. Αὐτὸ τὸ νόημα εἶχε καὶ ὁ βωμὸς στὸν ἄγνωστο Θεό.

Οἱ Ἕλληνες ὑπόδουλοι τῶν Ῥωμαίων διψῶντας γιὰ ἕνα νόημα τῆς ζωῆς τους, γιὰ μιὰν ἀξιοπρέπεια τῆς ὑπόστασῆς τους, αἰσθάνθηκαν ὅτι δὲν θὰ καταφέρουν νὰ ξεδιψάσουν παρὰ μόνον μὲ μιὰν μεγάλη ἀγάπη “κραταιὰν ὡς ὁ θάνατος” καὶ γι’αὐτὸ ἔγιναν Χριστιανοὶ ἀληθινοὶ καὶ μάρτυρες καὶ σὲ λίγο δέχτηκαν τὴ χάρη νᾶ κυβερνήσουν αὐτὸν τὸν ἄγριο κόσμο καὶ νὰ κάνουν ἀπόπειρα ἐφαρμογῆς τοῦ Εὐαγγελίου πάνω στὴ γῆ. Τότε τὸ κάθε Ἑλληνόπουλο ἔνιωθε βγαίνοντας στὴ ζωὴ ὅτι ἦταν πολίτης τῆς βασιλείας του Θεοῦ καὶ συγχρόνως καὶ Ἕλληνας. Ἔνιωθε δικιά του καὶ τὴ Ῥώμη καὶ τὴν Ἀθήνα καὶ τὴν Ἀλέξάνδρεια καὶ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὰ βάθη τῆς Ἀσίας καὶ τὰ μάκρη τῆς Εὐρώπης χωρὶς νὰ εἶναι κατακτητὴς κανενός. Αὐτὸ εἶναι ὁ κοσμοπολίτης. Μιλοῦσε μὲ τοὺς Σλάβους στὴ γλῶσσα τῶν Σλάβων ἐνῷ οἱ Σύροι καὶ οἱ Ἀφρικανοὶ τοῦ μιλοῦσαν Ἑλληνικά, γιατὶ εἶχαν προλάβει νὰ ἀφοιμοιώσουν τὴν Ἑλληνικὴ γλῶσσα, ὅπως ὁ Δαμασκηνός, ὁ Κοσμᾶς, ὁ Ῥωμανός. Τὴ Λατινικὴ τὴ θεωροῦσε μητρική του γλῶσσα καὶ αὺτὴ χρησιμοποιοῦσε στὴ δικαιοσύνη καὶ στὶς ἐπικοινωνίες μὲ τοὺς Εὐρωπαίους. Μὲ τοὺς Ἀλβανοὺς (τοὺς Δαλμάτες) μιλοῦσε ἑλληνικά, γιατὶ δὲν εἶχαν γραφόμενη γλῶσσα καὶ δὲν ὑπῆρχαν ἀκόμα καὶ στὴν προφορική τους γλῶσσα πολιτιστικοὶ ὅροι, ὅπως διαπιστώνει κανεὶς ἄλλωστε καὶ σήμερα, ποὺ σ’ὅλον τὸν κόσμο οἱ πολιτιστικοὶ ὅροι ἀκόμα καὶ τῆς τεχνολογίας ἀντλοῦνται κυρίως ἀπὸ τὰ ἑλληνικά.

Ἂν εἴχαμε σωστὴ παιδεία στὴν Ἑλλἀδα τὸ κάθε Ἑλληνόπουλο θὰ ἔνιωθε δάσκαλος τοῦ κόσμου. Τώρα μέσα στὴν Ἑλλἀδα νιώθει μειονεκτικά, ἐνῷ ὅταν βγεῖ στὸ ἐξωτερικὸ γιὰ σποὺδὲς ὅλοι τὸ θαυμάζουν. Ἡ ἁμαρτία ὅμως τοῦ στερεῖ τὸ χάρισμα νὰ βγάλει τὰ συμπεράσματα ἀπ’αὐτὸν τὸν θαυμασμό. Τώρα δέχεται πειρασμοὺς διαφθορᾶς ἀπὸ τὴν οἰκογένειά του, ἀπὸ τὸ σχολεῖο του κι σπάνια βέβαια κι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία του. Τέτοια ταλαιπωρημένη νεολαία, τόσο πολεμημένη ἀπὸ τόσες μεριὲς δὲν εἶχε ἡ πατρίδα μας.

Δὲν τὸ χωράει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου νὰ πιάνουν οἱ Ῥῶσοι στὴ Συρία 120 αἰχμαλώτους πολεμιστὲς τοῦ ISIS καὶ οἱ 100 νὰ εἶναι Εὐρωπαῖοι νεαροὶ καὶ νεαρές, οἱ περισσότεροι Γάλλοι ! Καὶ οἱ ἀναίσθητοι γονεῖς νὰ σκέφτονται ποῦ νὰ τοὺς φυλακίσουν καὶ δὲν κάθονται νὰ σκεφτοῦν ποιά εἶναι ἡ εὐθύνη τους γιὰ τὸ ὅτι τὰ παιδιά τους ταξίδεψαν 5 χιλιάδες χιλιόμετρα μακριὰ ἀπ’τὰ σπίτια τους, γιὰ νὰ πιάσουν στὰ χέρια τους μαχαίρια καὶ νὰ σφάξουν τοὺς γονεῖς καὶ τἀδέρφια τους!

Ὥς πότε θὰ εἴμαστε θαυμαστὲς τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ καὶ θὰ πιθηκίζουμε τὰ ἤθη τους ;Τὸ σημερινὸ παιδὶ μιᾶς δυτικῆς χώρας κατὰ κανόνα ἔχει ἀνατραφεῖ μὲ τὸν ὀρθολογισμὸ καὶ τὸν ὠφελιμισμὸ καὶ αἰσθάνεται ὡς καλὸ ὅ,τι τοῦ εἶναι εὐχάριστο κάθε φορά. Οὐσιαστικὰ ἔχει χάσει τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, ἔχει ἀναγκαστεῖ νὰ ξεχάσει ὅτι ὑπάρχει ἄλλης διάστασης καὶ ὑπόστασης κόσμος. Αὐτὸ τὸ κατάλαβα ὅταν εἶδα καὶ ἄκουσα ἕνα μεγάλο καθηγητὴ τῆς Τυβίγγης στὴ Γερμανία νὰ διδάσκει ἀπὸ τὴν ἕδρα ὅτι τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ στὰ Εὐαγγέλια εἶναι ἐπινοήσεις τῶν εὐαγγελιστῶν, γιὰ νὰ διαφημίσουν τὸν δάσκαλό τους· καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο τὰ θεωρεῖ ψέμματα εἶναι τὸ ὅτι ἀντιβαίνουν στοὺς φυσικοὺς νόμους. Δηλαδὴ θρησκεία τῶν Διαφωτιστῶν εἶναι ἡ φύση μὲ τοὺς νόμους της. Ὕστερα ἀπὸ μιὰ τέτοια παιδεία ὁ Εὐρωπαῖος πῶς νὰ δεχτεῖ ὅτι εἶναι κάτι περισσότερο ἀπὂ ζῷο ; Καὶ διαπιστώνουμε τὴν κτηνώδη διαγωγή τους καθημερινά.

Μέσα στὴ μακραίωνη ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, ποὺ ἦταν δομικὰ πολυεθνική, γλωσσικὰ Ἑλληνική, θρησκευτικὰ Ὀρθόδοξη Χριστιανική, τὸ Ἑλληνόπουλο ἔβγαινε στὴ ζωή, ὅπως εἴπαμε, μὲ αἴσθημα τοῦ πολίτη τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὸ αἴσθημα ἀντιμετώπισε πειρασμούς. Τὴν ἰδανικὴ σὰν παραμυθένια εἰκόνα τῆς χριστιανικῆς κοινωνίας μὲ σεβαστὴ κορυφὴ τὸν βασιλέα, ἀντιπρόσωπο τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς ἀμαύρωναν συχνὰ ἀθέμιτες ἐπεμβάσεις τῶν βασιλέων, κάποτε καὶ πατριαρχῶν, στὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, δολιότητες καὶ ἐγκλήματα μὲ σκοπὸ τὴ διαδοχή, διαφθορὰ στὶς κορυφὲς πολιτείας καὶ Ἐκκλησίας, τέτοια πράγματα τσαλάκωναν μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ Ἑλληνόπαιδος τὴν εἰκόνα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Πῶς νὰ χωρέσει ὁ νοῦς του τὴν ἄλωση καὶ τὴ λεηλασία τῆς Βασιλεύουσας ἀπὸ τοὺς Φραγκοβενετοὺς καὶ προπαντὸς τὴν πληροφορία ὅτι Βυζαντινὸς ἄρχοντας μὲ βυζαντινὸ αἷμα ἔμπασε στὴν Πόλη τοὺς κατακτητές ! Καὶ πῶς μετά, λίγο πρὶν τὴν τελικὴ ἅλωση τῆς Πόλης ἀπὸ τοὺς Τούρκους νὰ δεχτεῖ ὁ νέος μας τὴν αἰσχρὴ ἀλλὰ καὶ ἐπίσημη προδοσία τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τοὺς σεπτοὺς Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας μας ; Τέτοια πολλὰ καταξέσχιζαν τὴν ἀθῷα ψυχή του καὶ τὸ ἐξωθοῦσαν στὴν ἀπελπισία · καὶ ἡ ἀπελπισία γιὰ τοὺς νέους ἀποτελεῖ προαγωγὸ στὴν διαστροφὴ ἢ στὴν αὐτοκτονία. Ἡ μόνη σωτηρία ἦταν ἡ θέα τοῦ Σταυρωμένου Σωτήρα πίσω στὴν ἁγία Τράπεζα. « Ἔτσι ὁ λαός μας μέσα σὲ ὅλα τα βάσανα κράτησε τὴν εὐλάβειά του καὶ τὸν σεβασμὸ τὸ μεγάλο στὸ ῥάσο.

Ἕνα παλληκάρι Ἑλληνόπουλο ἔβγαινε στὸν κόσμο μὲ αἴσθημα φόβου Θεοῦ, εὐθύνης γιὰ τὰ ἀδύναμα μέλη τῆς οἰκογένειάς του, ἦταν ὑπεύθυνος νὰ παντρέψει τὶς ἀδελφές του, νὰ γηροκομήσει τοὺς γονεῖς του. Γι’αὐτὸ στὴ βόρειο καὶ στὴ κεντρικὴ Ἑλλάδα κυρίως οἱ γονεῖς ἄφηναν τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς περιουσίας τους στὸ γυιό τους, κυρίως στὸν πρῶτο, γιατὶ ἤξεραν ὅτι αὐτὸς θὰ φύγει τελευταῖος ἀπὸ τὸ σπίτι, γιὰ νὰ κάνει δική του οἰκογένεια.

Ὁ σημερινὸς νέος ἀνατρέφεται μέσα σὲ μιὰ οἰκογένεια, ποὺ δὲν τὴ δένει οὔτε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ οὔτε ἡ ἄδολη ἀγάπη τῶν μελῶν της. Αὐτὴ ἡ οἰκογενειακὴ ἀγάπη σὲ λίγες οἰκογένειες πιὰ ἀπαντᾶται. Οἱ κοπέλες φροντίζουν τὸν ἑαυτό τους, γιὰ νὰ ζήσουν σὰν ὀρφανὲς χωρὶς νὰ ὑπολογίζουν τὴ στήριξη ἑνὸς ἄντρα δίπλα τους. Τὰ περισσότερα ἀγόρια μεγαλώνοντας σᾶν μοσχοαναθρεμμένα μὲ τὴν ὑπερπροστασία τῶν γονιῶν, ἐπιθυμοῦν τὴν ἴδια ἀντιμετώπιση ἀπὸ τὶς γυναῖκές τους. Χωρὶς Ἐκκλησία τὰ παιδιά μας πανικοβάλλονται μπροστὰ σὲ κάθε ἀπειλὴ καὶ αἰσθάνονται ἀναγκασμένα νὰ χρησιμοποιήσουν τὴν κακία τους ὅσο μποροῦν. Γι’αὐτὸ εἴμαστε τὸ πιὸ δικαζόμενο ἔθνος. Τὰ δικαστήρια δὲν προλαβαίνουν νὰ τελειώσουν τὶς δίκες καὶ τὶς ἐφέσεις μας.

Ὁλα αὐτὰ τὰ οἰκονομικὰ καὶ διπλωματικὰ τέρατα, ποὺ τρομοκρατοῦν τὸν κόσμο καὶ μᾶς φοβερίζουν ἀπὸ τὶς τηλεοράσεις καὶ τὰ ῥαδιόφωνα ἔχουν βγεῖ ἀπὸ οἰκογένειες καὶ ἐθνικὲς παιδεῖες τῆς ἄτεγκτης δικαιοσύνης καὶ τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων. Εἶναι οἱ ἀπόγονοι τῶν Σταυροφόρων, οἱ ἐφευρέτες τῶν στρατοπέδων συγκέντρωσης (Νταχάου κλπ.), εἶναι οἱ ἐφευρέτες τῶν γενοκτονιῶν, τοῦ δουλεμπορίου καὶ πολλὰ ἄλλα. Πῶς νὰ μπορέσουν τὰ παιδιά τους νὰ ἀναπαυτοῦν στὴν ἀγκαλιά τους, νὰ ὀνειρευτοῦν ἕναν ἰδανικὸν κόσμο, νὰ συμπονέσουν τὸν πεινασμένο καὶ βομβαρδισμένο κόσμο ; ...

Δὲν τὰ λέμε αὐτά, γιὰ νὰ κατακρίνουμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ ξέρουμε ποιόν κόσμο, ποιόν πολιτισμὸ λιμπιζόμαστε, θαυμάζουμε καὶ μιμούμαστε, ποιό βάλαμε ὡς ἰδανικὸ τῆς ἀστικῆς κοινωνίας μας..

Κάθε Ἑλληνόπουλο, ποὺ ξεκινάει τὴ Δευτέρα τὸ πρωὶ χωρὶς νὰ κάνει τὶ σταυρό του καὶ χωρὶς νὰ τὸ σταυρώνει ἀπὸ πίσω κρυφὰ ἡ μάννα του, ἡ γιαγιά του, κάθε τέτοιο Ἑλληνόπουλο μοιάζει μὲ τὸ λιονταράκι ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴ φωλιά του “ὡς σκύμνος ὠρυόμενος ζητῶν τίνα καταπίῃ”. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε στὰ σχολεῖα, μὲ τὴ βία ποὺ ἀσκοῦν τὰ μεγαλύτερα παιδιὰ στὰ μικρότερα. Καὶ τὸ ὅτι τόσες χιλιάδες Ἕλληνες αὐτοκτόνησαν στὰ τελευταῖα πέντε χρόνια ἀπὸ τὴν οἰκονομικὴ καταπίεση δὲν ἀπασχολεῖ κανέναν πολιτικὸ καὶ κανένα δελτίο εἰδήσεων. Πῶς νὰ καλλιεργήσει τὸ παιδὶ τὴν τρυφερὴ, τὴν καλόγνωμη εἰκόνα, ποὺ ἔφερε μαζί του γιὰ τὸν κόσμο, ὅταν γεννήθηκε ;

Κι ἐμεῖς ἀγανακτοῦμε μὲ τὰ παιδιά μας, γιὰ τοὺς τρόπους τους, τὴν ἀναίδεια, τὴν ἀστοργία, τὴν ξετσιπωσιά, τὸν ἀτομισμό τους, ἐνῷ ξέρουμε ὅτι ὅλα τὰ κακὰ τῆς συμπεριφορᾶς του τοὺς τὰ δώσαμε ὡς προῖκα, ὅταν τὰ φέραμε στὸν κόσμο κι ὅταν ἀκόμα τὰ ἀποσπάσαμε ἀπὸ τὴν ἐπιτήρησή μας. Καὶ συνεχίζουμε ἀκόμα νὰ τοὺς στέλνουμε μηνύματα γιὰ τὴν προῖκα τους αὐτὴ ὅσο ζοῦμε.

Τὸ Ἑλληνόπουλο ἔχει ἔμφυτη στὴν καρδούλα του τὴν προῖκα τοῦ Θεοῦ, τὴν ἔχει στὸ ἀσυνείδητό του καὶ γιὰ νὰ μὴν ἀπομονωθεῖ ἀπὸ τὴν ξετσίπωτη κοινωνία, ὑποκρίνεται τὸν ξετσίπωτο, γιὰ νὰ τὸ ἀποδεχτοῦν. Ἔρχονται ὅμως κάποιες ὧρες ἢ στιγμὲς ποὺ ἡ ἀσυνείδητη ἀθῳότητά του βγαίνει στὴν ἐπιφάνει τῆς συνείδησης · εἶναι ὧρες νοσοκομείου, φυλακῆς, κάποιου ἀπρόσμενου πόνου καὶ τότε ἀβοήθητο ἀπὸ προσευχὴ κάποιας μάννας δὲν βρίσκει ἄλλη διέξοδο ἀπὸ τὰ ναρκωτικά, τὶς διαστροφὲς ἢ τὴν αὐτοκτονία.

Κι ἐμεῖς, ἀδερφοί μου, νομίζουμε ὅτι πρέπει νὰ διορθώσουμε τὰ παιδιά !

“ – Μὴ στενοχωρᾶτε τὰ καημένα τὰ παιδιά σας γιὰ ὅ,τι κάνουν ”, συμβουλεέυει ὁ ἅγιος Πορφύριος, “ἐσεῖς νὰ διορθωθεῖτε καὶ θὰ ἰδεῖτε τὴν γιατρειὰ τῶν παιδιῶν σας.”

Τί λέτε ἀδερφοί ; Νὰ τὸ τολμήσουμε ; Ὁ Θεὸς νὰ δώσει.