• 210 51 55 889

Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ Ο ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ

Ὅλος ὁ κόσμος γιορτάζει σήμερα καὶ πανηγυρίζει χαρούμενα γιὰ τὸν ἅγιο Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου, ποὺ εἶναι καὶ Εὐαγγελισμὸς δικός μας, ὅλου τοῦ κόσμου...

 

Ὁ Ἀρχάγγελος εὐαγγελίζεται στὴν Παρθένο Μαρία ὅτι θὰ γεννήσει τὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου ἀλλὰ ἔμμεσα καὶ σὲ μᾶς, σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ὅλης τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία θὰ γεννήσει τὸν Σωτῆρα μας, τὸ δικό μας Σωτῆρα.

Κι ὁ λαός μας δέχτηκε τὸν Εὐαγγελισμό του μὲ ταπείνωση καὶ μὲ μαρτυρικὸ φρόνημα. Μὲ τὸ θερμό τους ζῆλο οἱ πρόγονοί μας καὶ μὲ τὴν ὑπέροχη γλῶσσα τους ἐξάπλωσαν τὴν πίστη καὶ τὴ φωνὴ τοῦ Εὐαγγελίου σ’ ὅλο τὸν κόσμο.

Ἕνας τέτοιος ὅμως ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἔπρεπε νὰ δοκιμαστεῖ καὶ νὰ ἀσκηθεῖ στὴν ἁγιότητα, γιὰ νὰ παίξει τὸν ὑπερφυσικό του ρόλο. Γι’ αὐτὸ ὁ ἐθνικός μας ποιητὴς ὀνοματίζει τὴν Ἑλλάδα «μητέρα μεγαλόψυχη στὸν πόνο καὶ στὴ δόξα». Κι ἔτσι ὁ λαός μας πέρασε πρῶτα ἀπὸ τὸ καμίνι τῶν μεγάλων διωγμῶν καὶ βγῆκεν ἀπ’ αὐτοὺς μὲ χιλιάδες μάρτυρες ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν δόξα, ποὺ τῆς χάρισε ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς ποὺ πῆρε τὸ τεράστιο παγκόσμιο κράτος τῶν Ῥωμαίων κατακτητῶν καὶ διωκτῶν Ῥωμαίων καὶ τὸ ἀκούμπησε στὰ χέρια τῶν θυμάτων τους κι ἔτσι ἔγινε ἡ Ῥωμιοσύνη, αὐτὸ ποὺ τὸ ὀνόμασαν Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία, ἕνα παγκόσμιο κράτος μὲ Ὀρθόδοξη πίστη καὶ γλῶσσα Ἑλληνική. Κι ἔτσι ὕστερ’ ἀπ’ τὴ δοκιμασία μας στὸν πόνο τοῦ μαρτυρίου ἡ πατρίδα μας δοκιμάστηκε καὶ στὴ δόξα κι ἔγινε φάρος, ποὺ φώτισε τὸν κόσμο στὴν Ἀλήθεια καὶ τὸν φωτίζει ἀκόμα.

Στὸ τέλος ὅμως οἱ ἄρχοντές μας ἐμέθυσαν ἀπὸ τὴ δόξα τῆς ἐξουσίας κι ἔχασαν τὴν ταπείνωση. Ἔτσι ὁ Θεὸς μᾶς ὑποδούλωσε σὲ βάρβαρο λαὸ «διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν», ὅπως ὁμολογοῦσαν οἱ πατέρες μας.

Καὶ ἔπεσε πάλι στὴν ἀφάνεια καὶ στὸ μαρτύριο ὁ λαός μας καὶ δίδαξε πάλι μὲ ἄλλο τρόπο τὴν ἀρετὴ τῆς πίστης καὶ τῆς ταπείνωσης. Γιὰ 400 καὶ ἀλλοῦ γιὰ 500 καὶ 600 χρόνια ὑπέμεινε ὁ λαός μας ἕνα ἀτελείωτο μαρτύριο, γιὰ νὰ κρατήσει τὴν πίστη του. Οἱ περιηγητὲς μαρτυροῦν ὅτι κανένας λαὸς δὲν πέρασε τόσα και τόσο βαριὰ μαρτύρια, γιὰ νὰ κρατήσει τὴν θρησκεία του.

Ὁ λαός μας σ’ ὅλη τὴ μακρότατη διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας ἀνέδειξε τριάντα χιλιάδες νεομάρτυρες καὶ μάλιστα συχνὰ νεομάρτυρες παιδιά. Πῶς μποροῦμε νὰ μιλήσομε γιὰ τὴν καρτερία τῶν προγόνων μας στὰ μαρτύρια τῆς πίστης τους χωρὶς νὰ ἀναφέρομε τὸν Ἰωάννη τὸν Μονεμβασιώτη, παλληκαράκι 15 χρονῶν, ποὺ τὸν ἀγόρασε ἕνας ἀγὰς τῆς Θεσσαλονίκης κι αὐτὸν καὶ τὴ μάνα του κι ἤθελε νὰ τὸν ἀλλαξοπιστήσει, γιὰ νὰ τὸν κάνει γυιό του, γιατὶ ἦταν ἄτεκνος. Τὸν ἐξεβίαζε νὰ καταλύσει τὴ νηστεία τοῦ Δεκαπενταύγουστου, γιὰ νὰ ξεκόψει ἀπ’ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ἀρνήθηκε σταθερὰ νὰ φάει τὰ φαγιά τους κλεισμένος στὸ στάβλο τοῦ ἀφέντη του μὲ καθημερινὰ βασανιστήρια. Ἀντιμετώπισε καὶ τὸν πειρασμὸ τῆς μάννας του, ποὺ τὸν παρακαλοῦσε μὲ δάκρυα νὰ διακόψει τὴ νηστεία, γιὰ νὰ μὴν τὴν ἀφήσει μόνη της σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἀφοῦ οἱ Ἀλβανοὶ εἶχαν σφάξει τὸν ἱερέα πατέρα του. Καὶ στὴ μάννα του ἀντιστάθηκε ὁ δεκαπεντάχρονος νεομάρτυρας μὲ τοῦτα τὰ λόγια: Ἐγὼ εἶμαι γυιὸς παπᾶ καὶ πρέπει νὰ φυλάττω καλύτερα τὰ ἔθιμα τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπὸ τοὺς γυιοὺς τῶν λαϊκῶν. Κι ἂν δὲν τηρήσομε αὐτὰ τὰ μικρά, πῶς θὰ τηρήσομε ἐκεῖνα τὰ μεγάλα; Καὶ στὸ τέλος τὸν ἔσφαξε ὁ ἀφέντης του καὶ τὰ λείψανά του θαυματουργοῦν τώρα στὸ χωριό του Γεράκι κοντὰ στὴ Μονεμβασιά. Ἐτελειώθηκε στὶς 21 Ὀκτωβρίου 1773.

Οἱ μάρτυρες τῆς θρησκείας στὴν Τουρκοκρατία κρατοῦσαν ἀναμμένη τὴ φλόγα τῆς πίστης στὶς καρδιὲς τῶν ῥαγιάδων καὶ στήριζαν τὴν ἐλπίδα ὅτι τὸ γένος θὰ λευτερωθεῖ ὅπως δείχνει ἕνα ποιηματάκι σὰν φόρος τιμῆς στὸν μάρτυρα Ἰωάννη:

Ἕνας ἀέρας φύσηξε ἀπ’ τοῦ Μωριᾶ τὰ μέρη
κι ἔστειλ’ ἐκεῖ ψηλὰ στὴ γῆ τῶν Μακεδόνων
Ἰωάννην τὸν Μονεμβασιώτην,
γιὰ νὰ σηκώσει τὸ Σταυρό,
ἀήττητον τρόπαιον, μαρτύρων ἀγλάϊσμα
πρώιμο σάλπισμα ἐλευθερίας
ἀπ’ τὰ κόκκαλα βγαλμένης
τῶν μαρτύρων τὰ ἱερά.

Κι ἕνας ἄλλος ἥρωας παιδομάρτυρας ἐστόλισε τὴν Τουρκοπατημένη πατρίδα μας, ὁ Νικόλαος ὁ παντοπώλης, παλληκαράκι ἀπὸ τὸ Καρπενήσι, ποὺ ἐμαρτύρησε στὶς 23 Σεπτεμβρίου τοῦ 1672 στὴν Πόλη μὲ παρρησία Χριστοῦ.

Καὶ σ’ αὐτὸν ἐτόλμησα ν’ ἀφιερώσω λίγους στίχους, τὸν νεομάρτυρα τῆς πίστης μας καὶ τῆς πατρίδας.

Στ’ Ἄγραφα πάει ἡ δόξα σήμερα
κι ἀκουμπάει.
Ἕνα παιδὶ Καρπενησιωτάκι
ὁ Νικόλαος ὁ παντοπώλης
στάθηκε μπροστὰ στὴν Ὑψηλὴ Πύλη
καὶ τὴν ἐτράνταξε!
Νὰ ξέρετε, μουρτάτες,
μιὰ μέρα ἀπ’ τὸ βουνό μας
θὰ ξεχυθεῖ ἡ λευτεριὰ
ἀπ’ τὰ κόκκαλα βγαλμένη
τῶν μαρτύρων τὰ ἱερά.

Ἀπὸ τὰ παραδείγματα αὐτὰ κατλαβαίνομε πὼς ἡ σκλαβιὰ τοῦ Γένους μας ἦταν ἕνα μαρτύριο ἐθνικό, ποὺ ὡρίμαζε μέσα στὶς καρδιὲς τῶν ῥαγιάδων τὴν ἐλπίδα τῆς λευτεριᾶς.

Ὁ Θεὸς ποὺ χρησιμοποίησε τὸ ἔθνος μας ὡς παγκόσμιο δάσκαλο καὶ παιδαγωγὸ κάθε ἀρετῆς, ἔκρινε ὅτι ἔφτασεν ἡ ὥρα ποὺ τὰ μαρτύρια θὰ πάρουν τέλος καὶ τὸ λόγο τῆς Ἀλήθειας θὰ ξανακούσει ὁ κόσμος ἀπὸ χείλη Ἑλληνικά. Ὥστε ἦρθε ἡ ὥρα νὰ «ματαειπωθεῖ Ἑλλὰς» κατὰ τὸν Μακρυγιάννη. Καὶ ξεκινοῦν τὸν ἀγῶνα οἱ Ἕλληνες ἀντίθετα σὲ κάθε λογική, χωρὶς τὶς προϋποθέσεις νὰ σηκώσουν ἀπὸ πάνω τους τόσο βαριὰ ταφόπλακα. «Ὁ κοσμος μᾶς ἔλεγε τρελούς», ἔλεγε ὁ Κολοκοτρώνης, ποὺ πίστευε ὅμως ὅτι «ἡ Παναγία ἔβαλε τὴν ὑπογραφή της γιὰ τὴν ἐλευθερία μας καὶ δὲν τὴν παίρνει πίσω». Κι ὅταν ὁ Γάλλος ναύαρχος Δεριγνὺ παρατήρησε στὸν Μακρυγιάννη, ποὺ ἀντιμετώπιζε τὸν Ἰμπραὴμ στοὺς μύλους ὅτι «οἱ θέσεις του εἶναι ἀδύνατες», ὁ Μακρυγιάννης τοῦ ἀπάντησε: «Οἱ θέσεις μας εἶναι ἀδύνατες, ἀλλὰ εἶναι δυνατὸς ὁ Θεός, ποὺ μᾶς προστατεύει». Μὲ τέτοιο ἦθος ξεκίνησε ὁ ἱερὸς ἀγώνας καὶ μὲ τόση εὐλάβεια καὶ πίστη. Οἱ πρῶτοι μάρτυρες τοῦ ἀγώνα ἦταν οἱ Μητροπολῖτες τοῦ Μωριᾶ, ποὺ σάπισαν στὰ μπουντρούμια τῆς Τρίπολης.

Οἱ πρόγονοί μας τοῦ ’21 καθὼς καὶ ὅλων τῶν ἐποχῶν εἶχαν πολλὰ ἐλαττώματα· τὸ μεγαλύτερό τους ἦταν ἡ διχόνοια. Ἐκεῖνο ποὺ τοὺς ἔσωζε ἀπὸ τὰ πολλά τους ἐλαττώματα ἦταν ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅπως συμβαίνει σὲ ὅλα τὰ ζητήματα, τὰ ἐλαττώματα ἦταν μεγαλύτερα καὶ περισσότερα σ’ αὐτοὺς ποὺ χειρίζονταν ἐξουσίες. Ὅσο κατέβαινε κανεὶς σὲ χαμηλότερα λαϊκὰ στρώματα, τόσο οἱ ἀρετὲς περίσσευαν. Πάντως ἔδωσε ὁ Θεὸς καὶ χαρισματικοὺς ἡγέτες στὸ λαό του στὴν κρίσιμη αὐτὴ περίσταση, ὅπως τὸ γέρο τοῦ Μωριᾶ, τὸν Μακρυγιάννη, τὸ Μιαούλη, τὸν Κανάρη καὶ πολλοὺς ἄλλους. Καὶ ἦταν τόσο γενναῖοι καὶ δυναμικοὶ ἄντρες, ἀφοῦ πάλευαν πάντοτε μὲ πολύ περισσότερους ἐχθροὺς καὶ καλύτερα γυμνασμένους καὶ καλύτερα ὁπλισμένους καὶ χορτάτους καὶ σχεδὸν πάντοτε νικοῦσαν. Ὅλοι ἔβαζαν μπροστὰ τὴν Παναγία, γιατὶ εἶχαν ἀθῴα τὴ συνείδηση. Ἔνιωθαν καὶ πίστευαν ὅτι πολεμοῦν πρῶτα «γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν ἁγία» καὶ ὕστερα «γιὰ τῆς πατρίδος τὴν ἐλευθερία».

Αὐτὰ τὰ πρωτεῖα τῆς πίστης τοῦ Χριστοῦ τοὺς τὰ ἐνέπνεαν τὰ περιστατικὰ τῶν νεομαρτύρων. Ἰδιαίτερα τοὺς κόστιζε τὸ παιδομάζωμα καὶ οἱ ἁρπαγὲς τῶν κοριτσιῶν. Ὁ βίαιος ἐξισλαμισμὸς τῶν μικρῶν παιδιῶν, ποὺ τἄστελναν ὕστερα νὰ σφάξουν τοὺς γονεῖς καὶ τἀδέρφια τους. Αὐτὸ ἦταν διωγμὸς τῆς θρησκείας καὶ τῆς ψυχῆς τῶν παιδιῶν. Ἡ ἀτίμωση τῶν γυναικῶν ἦταν κι αὐτὸ θρησκευτικὸς διωγμός. Ἡ ἁγία Φιλοθέη ἡ Ἀθηναία ἵδρυσε τὸ μοναστήρι της στὴν Ἀθήνα, γιὰ νὰ προστατεύει τὶς κοπέλες ἀπὸ τὶς κτηνωδίες. Βιαιότητες διέπραξαν καὶ Ἕλληνες μέσα στὶς ταραγμένες καταστάσεις, ἀλλὰ ἐκτὸς ποὺ ἦταν πολὺ λιγότερες ἦταν καὶ πράξεις μεμονωμένων ἀτόμων, δὲν ἦταν ἡ ἐθνικὴ στρατηγική μας. Ὁ Μακρυγιάννης λ.χ. ὅταν ἄκουσε τὸν κουμπάρο του τὸν Γκούρα νὰ τοῦ προτείνει συνεργασία γιὰ νὰ πάρουν τὶς περιουσίες τῶν Ἀθηναίων, τοῦ ἀπάντησε μὲ μιὰ χυδαία βρισιὰ καὶ τοῦ εἶπε «δὲν θέλω νὰ σὲ ξέρω». Ὁ κόσμος τοῦ Ἔθνους ἦταν ἅγιος, μερικὰ φυντάνια μόνο ἦταν ἀρρωστημένα. Οἱ Ἕλληνες πίστευαν ὅτι δὲν ὠφελεῖ ἡ ἐλευθερία χωρὶς ἀρετή. Ὁ Μακρυγιάννης μαρτυρεῖ ὅτι πολλοὶ ἄντρες στὸ σῶμα ποὺ κυβερνοῦσε ἦταν μοναχοί. Εἴχαμε, γράφει, παλληκάρια στ’ ἀσκέρια μας, ποὺ κοκκίνιζαν σὰν κορίτσια ἀπ’ τὴ ντροπή τους.

Αὐτὸ τὸ σύνθημα «Ἐλευθερία ἢ θάνατος», ποὺ τόσο συχνὰ ἀκουγόταν καὶ ἦταν σύμβολο τῆς Ἐπανάστασης, ἦταν μιὰ πραγματικότητα, ἕνα γνήσιο βίωμα τῶν πατέρων μας καὶ τὸ ἔδειξαν τόσες φορές. Αὐτὸ δείχτηκε στὸ Κούγκι μὲ τὸν Σαμουήλ, στὸ Ζάλογγο καὶ στὴν Ἀραπίτσα μὲ τὶς γυναῖκες, ποὺ προτίμησαν τὸ θάνατο ἀπὸ τὴν ἀτίμωση, αὐτὸ δείχτηκε στὸ Μεσολόγγι κι ἀργότερα στὸ Ἀρκάδι. Αὐτὸ ἐκφράζει μὲ ἄλλο τρόπο ὁ στίχος τοῦ ἐθνικοῦ μας ποιητῆ: «ἐδῶθε μὲ τοὺς ἀδερφοὺς ἐκεῖθε μὲ τὸ χάρο». Καὶ εἶναι ν’ ἀπορεῖ κανεὶς ποῦ βρέθηκεν ἡ τόση ἁγιότης, ἡ τόση θεολογικὴ κατάρτιση καὶ ἡ τόση παλληκαριὰ τῶν νεομαρτύρων μπροστὰ στὰ δικαστήρια τῶν τυράννων. Δὲν μποροῦμε νὰ μὴν ὁμολογήσομε ὅτι ὁ λαὸς ἐτρέφετο μὲ καθαρὴ τροφὴ τὴν Ὀρθοδοξία, ὅσο καὶ ἂν ἡ κατάρτιση τοῦ κατώτερου κλήρου, τοῦ ταπεινοῦ παπᾶ ἦταν ἐλάχιστη. Ἦταν ἐλάχιστη σὲ γνώσεις κοσμικὲς ἀλλὰ ἐπαρκὴς στὰ εὐαγγελικὰ μηνύματα.

Αὐτὴ ἡ παιδεία, ποὺ στὰ χωριὰ τῶν ἐπαρχιῶν στοὺς πρώτους κυρίως αἰῶνες τῆς Τουρκοκρατίας γινόταν στὰ «κρυφὰ σχολειὰ» μὲ ἀναγνωστικὰ τὴν Ὀκτώηχο καὶ τὸ Ψαλτήρι, αὐτὴ ἡ παιδεία ἀνέδειξε τοὺς γενναίους καὶ φωτισμένους νεομάρτυρες ἀλλὰ καὶ τὸ λαὸ στὸ σύνολό του, ποὺ θὰ μεταπηδοῦσε ἀπὸ τὴ δουλεία στὴν εὐδαιμονία τοῦ κατακτητῆ, ἂν ἤθελε νὰ μὴν ξανακάνει φανερὰ τὸ σταυρό του. Ἡ παιδεία τοῦ ῥαγιᾶ ἦταν ἡ στοιχειώδης κατάρτιση στὰ γράμματα τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὰ ἤθη καὶ ἔθιμα τοῦ ἔθνους, στὶς παραδόσεις του, στὰ τραγούδια του. Ἂν αὐτὰ φαίνονται λίγα σὲ κανένα σημερινὸ μελετητή, ἂς ῥωτήσει ἕνα σημερινὸ Ἑλληνόπουλο ποιές εἶναι οἱ γιορτὲς τῆς Ἐκκλησίας μας, ποιές οἱ νηστεῖες καὶ ποιά τὰ σημαντικότερα κοινωνικά μας ἔθιμα. Θὰ ἰδεῖ ὅτι ἡ κοινωνικὴ καὶ θρησκευτική μας φιλοσοφία εἶναι σχεδὸν ἄγνωστη τοὐλάχιστον στὴ νεολαία μας.

Ἰδέτε πόσο ἄχαρη ἔγινε ἡ ζωὴ τῶν Εὐρωπαίων στὴν ἐποχή μας παρ’ ὅλο τὸν πλοῦτο τῶν γνώσεων. Χάθηκε τὸ χαμόγελο ἀπὸ τὰ πρόσωπα τῶν σπουδασμένων μας. Τὴ λεγόμενη θύραθεν παιδεία, δηλαδὴ τὴν ἐπιστημονικὴ καὶ θεωρητικὴ δὲν τὴν ἀπωθοῦσαν οἱ ῥαγιάδες· ἁπλῶς δὲν εἶχαν τὸν τρόπο νὰ τὴν καλλιεργήσουν. Ὅταν ἔβγαιναν ὅμως ἔξω ἀπὸ τὴ βάρβαρη καταπίεση τῶν Τούρκων, διακρίνονταν στὴν Εὐρώπη καὶ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ ὡς τὰ πιὸ προοδευτικὰ στοιχεῖα τῆς κοινωνίας. Ὅλη ἡ Μικρὰ Ἀσία, τὰ Βαλκάνια, ἡ Ῥωσία καὶ ἡ Εὐρώπη εἶχαν γιὰ πρωτοπόρους στὸ ἐμπόριο, στὶς ἐπιστῆμες καὶ στὰ γράμματα Ἕλληνες. Ὅλη ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἀναγέννηση στὴν Ἰταλία καὶ στὶς ἄλλες χῶρες ξεκίνησε ἀπὸ τὰ μαθήματα τῶν Βυζαντινῶν δασκάλων ποὺ μετανάστευσαν προσωρινὰ ἢ μόνιμα στὴν Εὐρώπη. Καὶ νὰ σκεφτεῖ κανεὶς ὅτι ὅλοι αὐτοὶ ξεκίνησαν τὴν ἐκπαίδευσή τους ἀπὸ τὴν Ὀκτώηχο καὶ τὸ Ψαλτήρι μὲ τὸ κερὶ στὸ χέρι καὶ τὸν φόβο τοῦ Τούρκου δυνάστη. Οἱ λεγόμενοι προοδευτικοὶ στὰ τελευταῖα χρόνια, ποὺ ἀποδείχτηκαν προοδευτικοὶ στὸν κατήφορο, μὲ λύσσα ἀμφισβήτησαν τὰ κρυφὰ σχολειά, γιατὶ σ’ αὐτὰ δίδαξαν παπάδες καὶ ἀποτελοῦσαν προσφορὰ τῆς Ἐκκλησίας στὸ λαό. Δὲν βλέπουν ὅμως ὅτι καὶ τὰ φανερὰ σχολειὰ λειτουργοῦσαν μὲ παπάδες ἢ μὲ εὐσεβεῖς δασκάλους καὶ μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. Σὲ τόσα μοναστήρια δείχνουν ἀκόμα στὶς μέρες μας τὰ κρυφὰ σχολειά, ποὺ ἔγιναν θρῦλος ὄχι γιατὶ δὲν ὑπῆρχαν ἀλλὰ γιατὶ ἦταν κρυφά. Ὁ λαός μας ὅμως μᾶς ἄφησε τὴ μαρτυρία του μὲ τὸ δημοτικὸ τραγουδάκι:

Φεγγαράκι μου λαμπρό,
φέγγε μου νὰ περπατῶ,
νὰ πηγαίνω στὸ σχολειό,
νὰ μαθαίνω γράμματα
γράμματα, σπουδάματα
τοῦ Θεοῦ τὰ πράματα.

Ἐκεῖνο ποὺ ἐνόχλησε τοὺς «προοδευτικούς» μας εἶναι τὰ «γράμματα σπουδάματα, τοῦ Θεοῦ τὰ πράματα». Ἔφεραν τὸν ἀέρα τῆς Γαλλικῆς ἐπανάστασης καὶ προσπάθησαν νὰ ἐπιβάλουν στὴ βασανισμένη Ἑλλάδα τὰ «ἄθεα γράμματα» τοῦ Παπουλάκου. Καὶ κάνουν πὼς δὲν βλέπουν ὅτι ὅπου διαδόθηκαν τὰ ἄθεα γράμματα, προέκυψε μιὰ νεολαία ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει χωρὶς παραισθησιογόνα καὶ διαστροφές.

Ἀκόμα προσπάθησαν νὰ παραχαράξουν τὸ χαρακτῆρα τοῦ Ἀγώνα καὶ εἶπαν ὅτι δὲν εἶχε ἐθνικὸ χαρακτῆρα ἀλλὰ κοινωνικόν. Ἦταν, λέει, ἐπανάσταση τῶν ῥαγιάδων κατὰ τῶν κοτζαμπάσηδων. Ἔχομε ὅμως τὸν τσεκουράτο λόγο τοῦ Κολοκοτρώνη πρὸς τοὺς μαθητὲς τῆς Ἀθήνας στὴν Πνύκα: Πρῶτα πολεμήσαμε ὑπὲρ πίστεως καὶ ὕστερα ὑπὲρ πατρίδος. Κι ἂς ἔχομε τ’ ἀπομνημονεύματα ὅλων τῶν ἀγωνιστῶν, ἂς ἔχομε τὰ δημοτικὰ τραγούδια καὶ τὸ ἀποδεικτικότατο στοιχεῖο ὅτι στὴν ἐπανάσταση τοῦ ’21 σκοτώθηκαν 400.000 Τοῦρκοι καὶ οὔτε ἕνας κοτζάμπασης. Καμμιὰ ἀναφορὰ ἐχθροῦ δὲν ὐπάρχει ἐκτὸς ἀπὸ Τούρκους καὶ Ἀλβανούς. Κοινωνικὰ συμφέροντα καὶ διαιρέσεις ὑπῆρχαν, ἀλλὰ ὅλα ὑποτάχτηκαν καὶ σιώπησαν μπροστὰ στὸ κεφαλαιῶδες ἐθνικὸ θέμα. Ἡ ἀθῳότητα τοῦ λαοῦ ἐσάρωσε τὴ διαφθορά, ὅση ὑπῆρχε.

Τελικὰ ἀποδείχτηκε ὅτι ἡ μεγαλύτερη συμφορὰ γιὰ τὸ γένος μας δὲν ἦταν ἡ σκλαβιὰ μὲ τὴν ἀσήκωτη φτώχεια καὶ τὴ βία της. Ἡ μεγαλύτερη συμφορὰ ἔπεσε ἐπάνω μας ὅταν παραδώσαμε τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια στὴν εὐημερία καὶ στὸν ὀρθολογισμό, στὴ μόδα καὶ στὴ χαλάρωση τῶν ἠθῶν μας. Καὶ μάλιστα ὅταν αὐτὰ ἔγιναν τρόπος ζωῆς στὸ λαό μας. Κι αὐτὴ τὴν καινούργια Τουρκοκρατία σᾶς τὴν κληροδοτήσαμε ἐμεῖς οἱ γονεῖς καὶ ἐμεῖς οἱ δάσκαλοί σας, παιδιά μας.

Εἴσαστε μιὰ γενιὰ χωρὶς μνήμη καὶ χωρὶς ὄνειρα. Ζεῖτε μόνο τὴν κάθε στιγμή, ποὺ περνάει. Κάθε ἀναφορὰ στὴν Ἱστορία μας εἶναι πληκτικὴ καὶ κάθε ὄνειρο γιὰ τὸ μέλλον σας εἶναι ἐφιαλτικό. Σ’ αὐτὸ βέβαια ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀποχαυνωτικὴ εὐημερία εὐθυνόμαστε κι ἐμεῖς οἱ μεγάλοι, ποὺ συντηροῦμε τὶς προϋποθέσεις. Κι ὅταν τὸ φαινόμενο θὰ ἔχει φτάσει στὴν κορύφωσή του καὶ θὰ ἔχει γίνει ἀνθρωπολογικὴ καταστροφή, ἐμεῖς δὲν θὰ ζοῦμε, γιὰ νὰ μᾶς καταλογίσετε τὶς εὐθῦνες.

Γι’ αὐτό, παιδιά μας, νἀρχίσετε ἀπὸ τώρα νὰ μελετᾶτε τὴν ἱστορία μας ἀπὸ ἀμερόληπτους ἱστορικοὺς καὶ νὰ ἀναπαράγετε μέσα σας τὰ μεγαλόψυχα καὶ εὐγενικὰ συναισθήματα, ποὺ γέμιζαν τὶς καρδιὲς ἐκείνων τῶν ἡρώων, ποὺ πέθαναν γιὰ μᾶς. Νὰ πάρετε ἀπ’ τὰ παραδείγματα τῶν πατέρων σας αὐτὴ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ διπλανό σας καὶ πρὸς τοὺς ἀπογόνους σας, αὐτὴ τὴν ἀγάπη, ποὺ τοὺς ἔκανε νὰ πεθαίνουν αὐτοὶ γιὰ τὴν εὐτυχία τὴ δική μας. Νὰ πάρετε ἀπ’ τὰ παραδείγματα τῶν πατέρων σας τὴν πίστη ὅτι τὸ καλὸ νικάει στὸ τέλος στὸ βαθμὸ ποὺ τὸ τιμᾶς κι ἀγωνίζεσαι γι’ αὐτό. Νὰ θυμᾶστε τὸ λόγο τοῦ Μακρυγιάννη:

Οἱ λίγοι ἀποφασίζουν νὰ πεθάνουν.
Κι ὅταν τὸ ἀποφασίσουν λίγες φορὲς χάνουν καὶ πολλὲς κερδαίνουν.

Ἀνήκετε σὲ μιὰ γενιά, ποὺ δὲν εἶναι πρόθυμη νὰ πεθάνει γιὰ τίποτε καὶ ὅμως πολύ συχνὰ πεθαίνει γιὰ τὸ τίποτε, γιὰ τὴν στιγμιαία ἱκανοποίηση μιᾶς πρόστυχης ἐπιθυμίας. Σᾶς μαθαίνομε ἐπιμελῶς ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία στὸν ἄνθρωπο εἶναι αὐτὰ ποὺ ἔχει, ἀπὸ χρήματα μέχρι πληροφορίες. Ἡ παράδοσή μας διδάσκει (καὶ σᾶς τὸ κρύβομε) ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶσαι. Και ἡ Ἐκκλησία μας βροντοφωνάζει. «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν (λέει ὁ Θεὸς στὸν ψαλμὸ 81) θεοί ἐστε ... καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες». Καὶ τὰ ὑπουργεῖα τῆς διαφθορᾶς τοῦ γένους, μᾶς βάζουν νὰ σᾶς διδάσκομε ὅτι εἶστε ἐξελιγμένοι πίθηκοι! Ἀντίθετα ἡ Ἐκκλησία μας τὸ βρίσκει λίγο νὰ εἴμαστε ἄνθρωποι. Μᾶς βεβαιώνει ὅτι εἴμαστε θεοί, παιδιὰ τοῦ Ὑψίστου. Καὶ οἱ γνώσεις ποὺ παίρνετε ἄφθονες ἀπὸ τὴ σύγχρονη παιδεία, παίρνουν τὴν ἀξία τους ἀπὸ τὸ ὅτι εἴμαστε ὄχι ἄνθρωποι ἁπλῶς ἀλλὰ «θεοὶ καὶ υἱοὶ Ὑψίστου».

Αὐτὸ τὸ ἤξερε καὶ τὸ ζοῦσε ὁ ἀγωνιστὴς Μακρυγιάννης καὶ γι’ αὐτὸ ἔλεγε: «ὁ ἄνθρωπος κάνει τὰ φῶτα καὶ ὄχι τὰ φῶτα τὸν ἄνθρωπο». Αὐτὸ τὸ ἤξεραν καὶ τὰ σκλαβόπουλα τοῦ κρυφοῦ σχολειοῦ, γιατὶ δὲν μάθαιναν βέβαια ἀνώτερα Μαθηματικὰ ἀλλὰ μάθαιναν «γράμματα, σπουδάματα, τοῦ Θεοῦ τὰ πράματα». Κι ὅταν μπόρεσαν κι αὐτὰ νὰ διδαχτοῦν τὰ ἀνώτερα Μαθηματικὰ ἀπ’ τὸ Δεσπότη τους τὸν Εὐγένιο Βούλγαρη, τὰ δέχτηκαν κι αὐτὰ μὲ χαρά, γιατὶ τὰ μαθηματικὰ ἔμπαιναν μέσα στὰ μυαλὰ τῶν «υἱῶν τοῦ Ὑψίστου» πρὸς δόξαν Θεοῦ.

Γι’ αὐτὸ τέτοια μέρα ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ εὐαγγελίστηκε στὴν Παρθένο Μαρία τὴ Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου, γιὰ νὰ μὴ φοβούμαστε κανέναν ἐχθρὸ πιά, γιὰ νὰ εἴμαστε θεοὶ κι ὄχι ἄνθρωποι, γιὰ νὰ ξαναγυρίσει ἡ χαμένη ἀξιοπρέπεια στὴ ζωή μας.

Ἀγαπητοί μου συνέλληνες κι ἀγαπημένα μας Ἑλληνόπουλα, καταλάβετε τὴν ἀξία σας, ποὺ σᾶς τὴν κρύβομε, καὶ κηρύξτε τὴν ἐπανάστασή σας. Κάθε γενιὰ πρέπει νὰ κηρύσσει τὴν ἐπανάστασή της. Ἐπαναστατῆστε στὰ «ἄθεα γράμματα», ἐπαναστατῆστε σ’ αὐτοὺς ποὺ στὰ ὡραῖα σας πρόσωπα βλέπουν ἄλογα ζῶα, ἐπαναστατῆστε σ’ αὐτοὺς ποὺ θέλουν ν’ ἀδειάσουν τὶς ἐκκλησιὲς καὶ νὰ γεμίσουν τὶς καφετέριες, σ’ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ ξεχάσετε νὰ κάνετε τὸ Σταυρό σας. Μὲ ποιά ὅπλα θἀντιμετωπίσετε ὕστερα τὶς ἀπειλὲς καὶ τὶς ἐπιθέσεις τους;

Θυμηθεῖτε ὅτι στὸ πρῶτο Σύνταγμα τοῦ ἔθνους (τῆς Ἐπιδαύρου) ὁρίζεται ὅτι «Ἕλληνες εἶναι ὅσοι πιστεύουν στὸν Ἰησοῦν Χριστό». Στὰ ἄλλα Συντάγματα ἄνοιξαν περισσότερο τὰ σπλάγχνα τῆς Ἑλλάδας καὶ δέχτηκαν κάθε θρήσκευμα ὡς φιλοξενούμενους μὲ ἀνεξιθρησκία. Ἐσεῖς νὰ ξέρετε, παιδιά μας, ὅτι τὸ ἔθνος μας ποὺ ἀγαπάει ὅλα τὰ ἔθνη, δίνει σ’ ὅλον τὸν κόσμο τὸ μάθημα τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς μεγαλοψυχίας. Σ’ ὅλη τὴν ἱστορία μας δείξαμε τὴ μεγαλοψυχία ἂν κι ἀπ’ ὅλους δεχτήκαμε διωγμοὺς καὶ ἐπιθέσεις. Ἔτσι ὅμως μάθαμε νὰ κερδίζομε μὲ ἱδρῶτες καὶ μ’ αἵματα τὴν ἐλευθερία μας. Νὰ ζεῖ λοιπὸν ἡ Ἑλλάδα μέσα μας κι ἐμεῖς μέσα στὴν μεγάλη καρδιὰ τῆς Ἑλλάδας κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη τῆς Θεοτόκου.