Κωνσταντίνος Γανωτής
Ὁ Κωνσταντῖνος Σταύρου Γανωτὴς γεννήθηκε στὸ Βόλο τὸ 1933 καὶ σπούδασε στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Διετέλεσεν ἐπὶ διετίαν βοηθὸς στὴν ἕδρα Βυζαντινῆς καὶ Νεοελληνικῆς Φιλολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ὑπηρέτησε ὡς φιλόλογος σὲ γυμνάσια τῆς Κύπρου, τῆς Εὐβοίας καὶ ὡς γυμνασιάρχης στὰ γυμνάσια Κερατσινίου καὶ Κολωνοῦ.
Τὸ ἔτος 1983, μετὰ τὴν κατάργηση τῆς διδασκαλίας τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν στὰ γυμνάσια, ἵδρυσε τὰ λεγόμενα "κρυφὰ σχολειά" σὲ ἱεροὺς ναοὺς τοῦ Κολωνοῦ, ὅπου μὲ τὴ συνεργασία τῆς συζύγου του Εἰρήνης Πολυκρέτη καὶ ἄλλων συναδέλφων διδάχτηκαν τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ μὲ τρόπο καὶ ἐπιλογὲς κειμένων, ποὺ ἀπετέλεσαν πρότυπο γιὰ τὴ σύνταξη τῶν ἐγχειριδίων, μὲ τὰ ὁποῖα ἐπανῆλθεν ἡ διδασκαλία τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν στὰ γυμνάσια.
Διετέλεσε συνεργάτης τῶν ῥαδιοφωνικῶν σταθμῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Πειραϊκῆς Ἐκκλησίας. Ὁμιλεῖ τακτικὰ σὲ πνευματικὲς συγκεντρώσεις τῶν ἱερῶν ναῶν Ἁγίου Ἀνδρέου ὁδοῦ Λευκωσίας καὶ Ὁσίας Ξένης Κάτω Πατησίων καθὼς καὶ σὲ σχολὲς γονέων σὲ διαφόρους ἱεροὺς ναοὺς τῶν Ἀθηνῶν καὶ τῆς ἐπαρχίας.
Ὡς μέλος τῆς ἐπιτροπῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας συνέταξε ἀναλύσεις λειτουργικῶν κειμένων γιὰ τὴν διδασκαλία τῆς λειτουργικῆς γλώσσας. Τέλος, μεταξύ ἄλλων βραβεύσεων, τιμήθηκε ἀπὸ τὴν Ἱερὰν Σύνοδον της Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ τὸν χρυσὸ σταυρὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου γιὰ τὸ ἔργο του στὴν ἑρμηνεία καὶ διδασκαλία της λειτουργικῆς γλώσσας.
« Ἐδῶ καὶ τριάντα χρόνια ἄρχισα νὰ γράφω κείμενα, ποὺ ἀποκάλυπταν τὴν βαθύτερη σημασία τῆς πολιτιστικῆς μας παράδοσης · πολιτιστική μας παράδοση ἐννοῶ τὴν ἐθνικὴ καὶ θρησκευτική μας παράδοση.
Ὡς φιλόλογος καταπιανόμουν περισσότερο μὲ τὰ γλωσσικὰ καὶ τὴν κριτικὴ τῆς λογοτεχνίας μας. Μὲ τὴ λογοτεχνικὴ κριτικὴ ὅμως, ἀναγκαστικά, ἀποκαλύπτεις καὶ τὴ φιλοσοφική σου θέση, δηλαδὴ τὴν θρησκευτική σου ταυτότητα μὲ ὅλες τὶς προεκτάσεις της στὸ λόγο καὶ στὴν πράξη. Ἔτσι τὰ κείμενά μου γρήγορα ἐξελίχθηκαν σὲ θρησκευτικὴ κριτικὴ καὶ γενικότερα σὲ κείμενα ποὺ σχολίαζαν, τόνιζαν, ἐκλαΐκευαν τὸ θρησκευτικὸ φρόνημα τοῦ λαοῦ μας ἀπὸ τὰ πολὺ ἀρχαῖα χρόνια ( Ὀρφικοὶ καὶ Ὁμηρικοὶ Ὕμνοι, Ὁμηρικὸ Ἔπος καὶ ἔπειτα ) μέχρι τὴ σύγχρονη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ τὶς κοινωνικές της προεκτάσεις.
Σύντομα ὅμως ἀπὸ γραπτὴ ἔκφραση ἡ ἐργασία μου ἔγινε προφορική, μὲ μαθήματα, διαλέξεις, ῥαδιοφωνικὲς ἐκπομπὲς καὶ κάποιες τηλεοπτικές. Αὐτὴ ἡ ἐπίδοσή μου στὸν προφορικὸ λόγο ξεκίνησε ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν, ποὺ ἔκανα “ σκεπασμένα ”, ὅπως θἄλεγε ὁ Μακρυγιάννης, στοὺς “νάρθηκες” τῶν ἐκκλησιῶν, ὅταν κατάργησαν τὴν διδασκαλία τῶν Ἀρχαίων στὰ γυμνάσια. Αὐτὰ ἦταν τὰ “ Κρυφὰ Σχολειὰ ” τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ τὰ ξέρομε ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας καθὼς καὶ τῆς Ἰταλοκρατίας στὰ Δωδεκάνησα. Κάμποσα χρόνια ἀργότερα συνειδητοποιήσαμε κι ἐγὼ καὶ οἱ συνεργάτες μου τὴν ἱστορικὴ σημασία τῆς “ συνωμοσίας ” μας, ποὺ εἶχε μάλιστα ἀπήχηση καὶ στὸ ἐξωτερικὸ μὲ σχόλια στὸν τύπο. Μὲ τὸ θάρρος αὐτὸ ἐξέδωσα καὶ τὸ μικρὸ ἐγχειρίδιο « Τὰ κρυφὰ σχολειὰ », ἐνῷ ὥς τότε διδάσκαμε μὲ φωτοτυπίες.
Ὕστερα τὸ 1989 μὲ συμπεριέλαβε στοὺς παραγωγούς του ὁ Ῥαδιοφωνικὸς Σταθμὸς 91,2 FM τῆς Πειραϊκῆς Ἐκκλησίας. Ἦταν περιττό, βλέπετε, νὰ κρυβόμαστε, γιατὶ εἶχε κυκλοφορήσει πλέον τὸ βιβλίο μας. Τὴν παρουσίαση αὐτὴ τὴν ἄκουσε καὶ ὁ ἅγιος Πορφύριος ζωντανὰ καὶ ἐνθουσιάστηκε, ὅπως μᾶς τὸ ἀνακοίνωσε μ’ἕνα μακρὺ τηλεφώνημα, ποὺ μοῦ ἔκανε στὸ σπίτι. Τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴ διδασκαλία ᾖταν μεγάλο καὶ θέλησε νὰ μοῦ ὑποδείξει πῶς νὰ διδάσκω κι ἐγὼ καλύτερα καὶ μὲ ἐνίσχυσε μὲ τὶς προσευχές του.
Στὴ συνέχεια, ἐκδηλώθηκε ἕνας ἔντονος προβληματισμὸς ἀπὸ Πανεπιστημιακοὺς καὶ δημοσιογράφους, ὅσον ἀφορᾶ στὴ διδασκαλία τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν, ποὺ συνδυάστηκαν καὶ μὲ τὸ μονοτονικό. Αὐτὸς ὁ προβληματισμὸς φάνηκε μέσα ἀπὸ τὰ διάφορα ἄρθρα, ποὺ δημοσιεύτηκαν στὸν τύπο καὶ ἀπὸ μία ἀπροσδόκητη διάσκεψη, ποὺ ἔγινε στὴν Ἀρχαιολογικὴ Ἑταιρία, μὲ θέμα τὴν ἐνδεχόμενη ἐπαναφορὰ τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν καὶ τὴν ἀνάγκη νέων ἐγχειριδίων. Ἐκεῖ μίλησα κι ἐγὼ καὶ πολλοὶ ἱκανοποιήθηκαν μὲ τὴ δουλειά μας, ποὺ ἔδειχνε ὅτι ὑπῆρχε ἀντίσταση στὰ κατώτερα στρώματα τῆς παιδείας. Ἐπίσης ἱκανοποίησε ἡ πρότασή μου γιὰ τὴν “ ὀπισθοχωρητικὴ ” μύηση τῶν παιδιῶν στὴν Ἀρχαία Ἑλληνική, ἀρχίζοντας δηλαδὴ ἀπὸ τὴν καθαρεύουσα τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ ἄλλων, προχωρῶντας στὴν Ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα καὶ μέσῳ τῆς Ἀλεξανδρινῆς Κοινῆς νὰ φτάσουμε στὴ γλῶσσα τοῦ 4ου καὶ 5ου αἰῶνος π.Χ. καὶ στὸν Ὅμηρο.
Αὐτὲς οἱ ὑποδείξεις μου ἐφαρμόστηκαν στὴν ἔκδοση τῶν πρώτων σχολικῶν βιβλίων κατὰ τὴν ἐπαναφορὰ τῶν Ἀρχαίων στὰ σχολεῖα, μέσα ἀπὸ κέιμενα τοῦ Παπαδιαμάντη, ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ γραμματεία.
Ἀργότερα, μὲ προτροπὴ τοῦ μακαριστοῦ ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, ἔβγαλα ἕξι μικροὺς τόμους μὲ γραμματικὲς καὶ συντακτικὲς ἀναλύσεις Ἐκκλησιαστικῶν κειμένων, τῆς θείας Λειτουργίας, τοῦ Μικροῦ Παρακλητικοῦ Κανόνος, τῶν Χαιρετισμῶν, τοῦ Τριῳδίου, τῶν Κανόνων τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως, πεζοῦ καὶ ἰαμβικοῦ, καὶ τῶν Κανόνων τοῦ Μεγάλου Σαββάτου καὶ τοῦ Πάσχα. Ἐπίσης, ἔπειτα ἀπὸ τὴν προτροπὴ καὶ πάλι τοῦ μακαριστοῦ ἱεράρχου, συστήσαμε δυὸ σχολὲς διδασκαλίας τῆς λειτουργικῆς γλώσσας, στὶς ὁποῖες δίδαξαν ἀξιόλογοι φιλόλογοι ανιδιοτελῶς βέβαια. Οἱ σχολὲς αὐτὲς λειτούργησαν σχεδὸν τρία χρόνια.
Ἐν τῷ μεταξὺ, ξεκίνησαν οἱ ἐκπομπές μου στὸν Ῥαδιοφωνικὸ Σταθμὸς τῆς Πειραϊκῆς Ἐκκλησίας μὲ ἀφετηρία τὴν ἀνάλυση τῆς Ὀδύσσειας καὶ τῆς Ἰλιάδας.
Ἡ διεύθυνση τοῦ Ῥ.Σ ἔκρινε ὅτι θὰ ὠφελοῦσε ἕνας Ὀρθόδοξος σχολιασμὸς τῶν διαφόρων προβλημάτων καὶ φαινομένων τῆς ἐποχῆς μας καὶ κάπως ἔτσι ἄρχισαν οἱ « Διάλογοι Ἀγωνίας », ποὺ τοὺς παρουσιάζαμε μὲ τὸν τότε ἀρχιμανδρίτη Ἰγνάτιο, ὁ ὁποῖος τώρα κοσμεῖ ὡς Μητροπολίτης τὴ Μητρόπολη Δημητριάδος. Αὐτὴ ἡ συνεργασία κράτησε χρόνια καὶ οἱ ἐκπομπές, ποὺ καταγράφηκαν σε κασσέττες, δύσκολα πλέον ἀναδημοσιεύονται. Παρ΄ὅλα αὐτὰ οἱ ἐκπομπὲς, ποὺ καταγράφηκαν ἐπιτυχῶς μετὰ τὸ 1999 κι ἐξῆς, χρησιμοποιῶντας νεότερη τεχνολογία, θὰ ἀναρτηθοῦν στὴν παροῦσα ἰστοσελίδα.
Μεγάλος ἀριθμὸς ἀπὸ τὶς ἐκπομπές μου αὐτὲς προέρχονται ἀπὸ τὴ ῥαδιοφωνικὴ σειρὰ « Ἐλᾶτε ν’ἀκοῦστε παιδιά », τίτλος ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὴν « ᾨδὴν εἰς Μᾶρκον Μπότσαρην » τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ.
Παράλληλα, πραγματοποίησα ὀμιλίες σὲ ναοὺς καὶ πνευματικὰ κέντρα στὴν Ἀττικὴ καὶ σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα καὶ ἀπὸ αὐτές, ὅσες εἶναι δυνατόν, θὰ ἀναρτηθοῦν στὸν παρὸν διαδικτυακὸ τόπο, ὅπως ἐπίσης καὶ σὲ διάφορα πολυμέσα συγκεντρωμένα ἀπὸ τὸ διαδίκτυο καὶ τὸ προσωπικό μου ἀρχεῖο.
Κλείνοντας τὴν βιογραφική μου εἰσαγωγή, θὰ ἤθελα νὰ εὐχαριστήσω ὁλόθερμα τὸν καλό μου ἀκροατή, κύριο Θεόδωρο, ποὺ ἔγινε χορηγὸς τῆς διαδικτυακῆς αὐτῆς παρουσίασης τοῦ ἔργου μου πρὸς δόξαν Θεοῦ πάντοτε, ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς ἀκροατές μου καὶ τοὺς συνεργάτες μου, ποὺ συνετέλεσαν στὴν ὑλοποίηση τοῦ ἐγχειρήματος ἐτούτου.»
Κωνσταντῖνος Γανωτὴς