• 210 51 55 889

ΤΙ ΧΡΩΣΤΑΜΕ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ

Γιατί κάνομε αὐτὸ τὸ ἐρώτημα; Ποιός μᾶς παρουσιάζει αὐτὸν τὸ λογαριασμό; Καί πῶς δεχόμαστε νὰ ἐλεγχθοῦμε αὐτὴ τὴν ὥρα;

Ἀσφαλῶς ὑπάρχει μιὰ τραγῳδία στὶς σχέσεις μας μὲ τὰ παιδιά μας. Τὰ παιδιά μας δὲν χόρτασαν τὴν ἀγκαλιὰ - ἀνάπαυση τῶν γονιῶν τους καὶ τῶν ἄλλων συγγενῶν τους, παπποῦ, γιαγιᾶς. Εἶναι ἀνανούριστα, ἀκανάκευτα, ἀχάιδευτα, ἀφώτιστα. Ἀναπνέουν ὄχι τὸν ἀέρα τῆς ἀθῳότητας, ὅπως τοὺς ταιριάζει, ἀλλὰ τὸ μολυσμένο ἀέρα τῆς κακίας καὶ τῆς αἰσχρότητας. Ἀναπνέουν ὄχι τὸν ἀέρα τῆς ἐξοχῆς ἀλλὰ τὰ καυσαέρια τῆς καταναλωτικῆς μας κοινωνίας. Δὲν ἀκοῦνε πιὰ λαϊκὰ παραμύθια καὶ νουθεσίες, ἀλλὰ τραγούδια καὶ ἤχους μηχανικοὺς ἑνὸς ἄλλου ἤθους, ὄχι τοῦ ἤθους τῆς παράδοσής μας. Ἀκοῦν μοντέρνα γαυγίσματα. Δὲν βλέπουν εἰρηνικὰ πρόσωπα μὲ ἤρεμα καλοσυνᾶτα μάτια, ἀλλὰ νευριασμένους ἢ ξετσιπωμένους γονεῖς, ποὺ βλέπουν τὰ παιδιά τους χωρὶς νὰ τὰ κοιτάζουν. Δέστε πῶς μᾶς κοιτάζουν οἱ εἰκόνες τῶν ἁγίων στὶς ἐκκλησιὲς καὶ συγκρίνετε μ’ αὐτὲς τὰ δικά μας κοιτάγματα. Ὁ Θεὸς χαρίζει στὰ βρεφάκια τὸ μητρικὸ γάλα κι οἱ πολλὲς μαννάδες τὸ κόβουν, γιὰ νὰ μὴ κρεμᾶνε τὰ στήθη τους, καὶ ἔτσι γίνονται οἱ ἀγελάδες μαννάδες τῶν παιδιῶν τους. Κι ὅταν μεγαλώσουν τὰ παιδιά μας ἔχοντας στὴν τσέπη τους χρήματα, τρῶνε ἀκατάλληλες τροφὲς καὶ ὅταν ἔρχονται στὸ σπίτι, δὲν κάθονται στὸ τραπέζι, γιατὶ δὲν πεινοῦνε.

Πόσα δάκρυα μετανοίας ἀρκοῦν γι’ αὐτὰ τὰ ἐγκλήματα ποὺ κάνομε στὰ παιδιά μας ἐμεῖς οἱ γονεῖς τους κι ἔτσι καταφέραμε νὰ ἔχομε μιὰ νεολαία παχύσαρκη, ξετσίπωτη, πολυενημερωμένη, μὲ πολλὰ φροντιστήρια, μὲ πολλὴ ψυχαγωγία καὶ ἀκριβοπληρωμένη, μὲ ὕφος ὅμως κουρασμένο, μὲ κατάθλιψη, μὲ ἀνασφάλεια, μὲ φόβο ἀπέναντι στὴ βία, ἕνα φόβο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀντίπαλη βία ;

Μποροῦμε ἆραγε νὰ κοιμούμαστε ἥσυχοι ὅταν ἔχομε πλέον διαπιστώσει δραματικὰ τὸ ὅτι τὰ παιδιά μας δὲν ὀνειρεύονται, δὲν προσεύχονται, δὲν κλαῖνε (μόνο βογγᾶνε καὶ βρίζουν), δὲν ἀγαπιοῦνται (πέθανε ὁ ἔρωτας!), δὲν πιστεύουν σὲ τίποτα πραγματικό, τελικὰ δὲν μᾶς ἀγαποῦνε;

Μήπως ἀγνοοῦμε, ἀδελφοί μου, ὅτι πολλοί, πάρα πολλοὶ νέοι (δηλ. παιδιά μας) συντηροῦνται ἀναβάλλοντας τὴν αύτοκτονία τους μὲ τὰ γνωστά μας πλέον παραισθησιογόνα, ἀπὸ τὸ κάπνισμα καὶ τὸ ἀλκοὸλ μέχρι τὰ σκληρότερα; Μήπως ἀγνοοῦμε ὅτι τὰ κορίτσια μας συνήθισαν πιὰ τὶς ἐκτρώσεις; Ἢ δὲν ἀκούσαμε τὴν αὔξηση τοῦ AIDS καὶ τῶν αὐτοκτονιῶν; Ἢ μήπως συνηθίσαμε κι ἐμεῖς ν’ ἀκοῦμε γιὰ λῃστεῖες ποὺ τὶς κάνουν νέοι, δηλ. παιδιά μας, ἢ συνηθίσαμε ἀκόμα καὶ ν’ ἀκοῦμε γιὰ ἐκδηλώσεις βίας, βίας ποὺ πρὶν νὰ φτάσει στὶς δολοφονίες ἀρχίζει ἀπ’ τὰ σχολικὰ θρανία, ὅπου τὰ παιδιὰ καὶ τὰ ἐγγόνια μας δέρνονται γιὰ τὴν ἀπόλαυση τῆς βίας. Δὲν σᾶς θυμίζει αὐτὸ τὴν τηλεόραση, ὅπου ἡ βία ἀποτελεῖ τὸ συνηθισμένο σενάριο ὅλων τῶν προβολῶν;

Ὅταν εἶναι μικρὰ τὰ παιδιά μας καὶ μαλώνουν μεταξύ τους, τοὺς συμβουλεύομε νὰ λύνουν μὲ εἰρηνικοὺς τρόπους τὶς διαφορές τους. Καὶ τὰ παιδιὰ καταλαβαίνουν ἀργότερα ὅτι τὰ κοροϊδεύομε, γιατὶ καὶ τὰ κράτη καὶ οἱ κοινωνικὲς τάξεις καὶ τ’ ἀντρόγυνα ἀκόμα (δηλ. ἐμεῖς οἱ γονεῖς τους) λύνομε τὶς διαφορές μας μὲ πολέμους, μὲ ἐμφύλιους σπαραγμούς, μὲ καυγάδες, μὲ δικηγόρους καὶ δικαστήρια.

Τώρα βέβαια ποὺ δείξαμε ὅλη τὴ ζοφερὴ πραγματικότητα (τὴν τόσο γνωστὴ ἄλλωστε σὲ ὅλους) δίνομε ἕνα ἰσχυρὸ ἐπιχείρημα σ’ αὐτούς, ποὺ ἀποφεύγουν τὴν τεκνογονία. Λογικὰ βέβαια θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ δικαιώσει τὸ ἐπιχείρημα. Ἄλλωστε ἡ κατάχρηση τῆς σεξουαλικότητας ἐξαντλεῖ τὸ γονικὸ αἴσθημα καὶ τὰ ζευγάρια δὲν αἰσθάνονται καλὰ μπροστὰ σ’ ἕνα ἀθῷο βρεφάκι ἀνάμεσά τους.

Κι ἔτσι καταλήγομε στὴν ἐπικείμενη ἀπότομη καταβαράθρωση τῆς κοινωνίας μας. Κι ἂν ἀναλογιστοῦμε ὅτι αὐτὲς οἱ διαπιστώσεις ποὺ κάναμε παραπάνω ἰσχύουν γιὰ τὶς δυτικὲς κοινωνίες τῶν λεγομένων ἀνεπτυγμένων χωρῶν, τότε θεωροῦμε βέβαιη τὴν κατάλυση τοῦ δυτικοῦ κόσμου ἀπὸ τοὺς βαρβάρους λαούς, ποὺ ἀκόμα δὲν κατάφεραν νὰ μποῦν στὸ «δρόμο τῆς ἀνάπτυξης καὶ τῆς προόδου». Γιατὶ σ’ αὐτοὺς τοὺς λαοὺς παρατηρεῖται δημογραφικὴ ἔκρηξη!

Ἡ ἀποφυγὴ τῆς τεκνογονίας ἀποτελεῖ αὐτοκτονία τοῦ γένους καὶ γι’ αὐτὸ πολλοὶ ἀποφασίζουν νὰ ἀγνοήσουν τὸ γένος, τὸ ἔθνος, τὴν πατρίδα, τὴν οἰκογένεια. Λογαριάζουν μόνο τὸ ἄτομό τους. Αὐτὸ ἀναβάλλει τὴν αὐτοκτονία μέχρι τὰ γεράματα τοῦ ἀτόμου. Τότε ἡ σκληρὴ μοναξιὰ θὰ ἐπιβάλει τὴν αὐτοκτονία.

Ἀδελφοί μου αὐτὴ εἶναι ἡ σημερινὴ πραγματικότητα σὲ μεγάλο ἀριθμὸ τῶν μελῶν τῆς κοινωνίας μας, κι ἂν ὑπάρχει καὶ στέκεται ἀκόμα ὁ κόσμος, αὐτὸ τὸ χρωστᾶμε στὰ ποσοστὰ ἐκεῖνα, ποὺ ἀκόμα ἀντιστέκονται· ἀντιστέκονται καὶ ἀρωματίζουν τὴ δύσοσμη κοινωνία μας. Δὲν σβήνουν ὅμως τὶς ἐστίες δυσοσμίας. Αὐτὸ θ’ ἀρχίσει νὰ γίνεται μετὰ ἀπὸ μιὰ συγκλονιστικὴ μετάνοια καὶ τέτοιος συγκλονισμὸς παράγεται ἀπὸ μεγάλες συμφορὲς τοῦ κόσμου.

Ἡ ἀπαισιόδοξη αὐτὴ γνώμη ἰσχύει βέβαια γιὰ πολὺ κόσμο. Στὴ δική μας ὅμως παράδοση τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων ὑπάρχει ἀκόμα ἡ μνήμη ἀλλὰ καὶ ἡ πράξη τῆς ἀπρόκλητης μετάνοιας, τῆς μετάνοιας δηλ. ποὺ δὲν χρειάζεται βιβλικὲς καταστροφές, γιὰ νὰ γεννηθεῖ. Κι αὐτὴν τὴ μετάνοια ἐπικαλοῦμαι τούτη τὴν ὥρα, ἀδελφοί μου, καὶ σ’ αὐτὴν ἐλπίζω, γιὰ νὰ γυρίσει φύλλο ἡ ἱστορία μας καὶ νὰ βροῦμε ὅλοι μας τὴν παρηγοριά μας. Ὁ τόπος μας κοσμεῖται μὲ μοναστήρια κι ἐκκλησιές, τὰ χώματά μας σπαρμένα μὲ κόκκαλα μαρτύρων, ὁ χρόνος μας σημαδεύεται μὲ γιορτὲς καὶ μνῆμες ἁγίων. Σὲ σπίτια ἀκόμα πολλὰ ἀνάβει τὸ καντήλι μπροστὰ στὰ εἰκονίσματα, παπάδες λειτουργοῦν, βαφτίζουν, παντρεύουν καὶ κηδεύουν χριστιανούς. Καὶ πολλοὶ μοιράζουν τὴ μπουκιά τους μὲ τὸν πεινασμένο. Αὐτοὶ οἱ «πολλοὶ» εἶναι λίγοι σὲ σύγκριση μὲ τὸ παρελθόν, πολὺ λίγοι ἀλλὰ σχεδὸν ἀρκετοί, γιὰ νὰ ἐλπίσομε σ’ ἕνα καλύτερο μέλλον. Αὐτὰ καὶ ἄλλα τέτοια σοῦ φτερώνουν τὴν ἐλπίδα τῆς ἀπρόκλητης δηλ. τῆς ἀβίαστης μετάνοιας τοῦ λαοῦ μας. Καὶ τότε θἀρχίσομε νὰ πληρώνομε τὸ χρέος μας πρὸς τὰ παιδιά μας.

Χρωστοῦμε πρῶτα στὰ παιδιά μας, ἀγαπητοί μου, νὰ τὰ συνδέσομε μὲ μιὰ μεγάλη εὐχαριστία στὸ Δημιουργό μας, ποὺ μᾶς τὰ χάρισε, γιατὶ δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερο δῶρο τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ παιδιά. Τότε μόνο θὰ τὰ ἐκτιμήσομε σωστά, ὅταν τὰ ἰδοῦμε σὰν δῶρα πολύτιμα. Κι αὐτὰ θὰ χαίρονται ποὺ δὲν εἶναι ἁπλὰ προϊόντα βιολογικῶν διεργασιῶν, ὅπως τὰ ἐκτιμᾷ ἡ σύγχρονη φιλοσοφία τοῦ Διαφωτισμοῦ, ἀλλὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ στοὺς γονεῖς τους.

Ἀκόμα χρωστᾶμε νὰ θυμίζομε διαρκῶς στὰ παιδιά μας πῶς τὰ γεννήσαμε. Τὰ γεννήσαμε μὲ μιὰ ἀγάπη ἐκρηκτικὴ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων μας. Γι’ αὐτὸ τὸ κάθε παιδὶ εἶναι εὐτυχισμένο μόνον, ὅταν βλέπει τὴν ἀγάπη αυτὴ ζωντανή· εἶναι ἡ ἀγάπη τῶν γονιῶν του ἡ ζωντανὴ μαρτυρία τῆς ὕπαρξής του. Ἡ εὐτυχία τοῦ κάθε παιδιοῦ χάνεται, ὅταν χαθεῖ καὶ ὁ τρυφερὸς καὶ εὐγενικὸς ἔρωτας τῶν γονιῶν του μεταξύ τους. Ὅλοι οι νέοι ποὺ μπαινοβγαίνουν στὰ ψυχιατρεῖα, οἱ νέοι ποὺ ἀναστατώνουν καὶ πυρπολοῦν τὶς πόλεις μας, οἱ νέοι ποὺ τρομοκρατοῦν τὴν κοινωνία μας μὲ ὀργανωμένες ἐκδηλώσεις βίας, ὅλη ἡ ναρκομανὴς νεολαία μας κάνουν ὅλ’ αὐτὰ ὡς ἀσυνείδητη διαμαρτυρία γιὰ τὶς σχέσεις τῶν γονιῶν τους, ποὺ δὲν εἶναι ἁρμονικές. Εἶναι ἐντυπωσιακὸ τὸ ὅτι στὸ θέμα αὐτὸ δὲν ὑπάρχουν ἐξαιρέσεις.

Χρωστοῦμε ἀκόμα στὰ παιδιά μας νὰ σεβαστοῦμε καὶ νὰ συντηρήσομε τὴν ἀθῳότητά τους. Τὸ ἀθῷο παιδικὸ βλέμμα εἶναι τὸ ὡραιότερο στολίδι τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας ἀλλὰ καὶ ἔκφραση τῆς μοναδικῆς εὐτυχίας τοῦ παιδιοῦ.

Ἡ σύγχρονη κοινωνία καταβάλλει ἐπίπονες προσπάθειες, γιὰ νὰ ἐξαχρειώσει τὴν παιδικὴν ἀθῳότητα. Καὶ τὸ ὀνομάζουν αὐτὸ ἀπομυθοποίηση. Θέλουν νὰ πείσουν τὰ παιδιὰ ὅτι ἡ ἀθῳότητά τους ἦταν ἕνας μῦθος, ὄχι δηλ. ἀντικειμενικὴ πραγματικότητα. Αὐτὸ εἶναι ὁ «θρίαμβος» τῆς ἐπιστήμης, ποὺ σχηματίζει τὶς ἔννοιες ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ αἰσθητὰ στοιχεῖα τῶν πραγμάτων, δηλ. μὲ τὰ μετρήσιμα στοιχεῖα τους ἀγνοῶντας τὰ ποιοτικά. Κι ὅταν λείψουν τὰ ποιοτικά, ἡ μάννα μας γίνεται μιὰ ἁπλὴ γυναῖκα, ὁ πατέρας μας ἕνας ἀρσενικὸς ἄνθρωπος, ἡ πατρίδα μας ἕνα ἁπλὸ οἰκόπεδο κ.ο.κ. . Ἔτσι ἡ ζωὴ χάνει κάθε μυστήριο καὶ ἡ χαρᾶ τοῦ παιδιοῦ πέταξε. Χρωστοῦμε λοιπὸν στὰ παιδιά μας νὰ τοὺς ξαναδώσομε τὴ μυστηριακὴ γεύση τοῦ κόσμου. Δηλαδὴ νὰ τοὺς ξαναδιαβάσομε τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου, νὰ τοὺς διδάξομε τὴν πίστη στὸ εὐαγγέλιο, τὸ νόημα τῆς γιορτῆς, τὴ χαρὰ τῆς προσευχῆς, τὴν ὀμορφιὰ τῆς φιλανθρωπίας, τὴς εὐγένεια τῆς εὐγνωμοσύνης. Κι ἐμεῖς μὲ ἔκπληξη θὰ διαπιστώσομε ὅτι ὅλα ὅσα θὰ τοὺς διδάξομε τὰ ἤξεραν τὰ παιδιά, τὰ ἤξεραν μὲ τὸν καρδιακὸν τρόπο καὶ φαινόταν νὰ τὰ ἀγνοοῦν, γιατὶ τὰ παιδιά μας φιλότιμα τὰ εἶχαν ἀπωθήσει στὸ περιθώριο τῆς ψυχῆς τους, γιὰ νὰ συμμορφωθοῦν στὴ λογικὴ θεωρία τῆς ἐξελίξεως· γιατὶ σὲ τέτοια θεωρία τὰ γυμνάζομε μὲ τὰ σχολεῖα τοῦ διαφωτισμοῦ. Ἄρα χρωστοῦμε νὰ τὰ ζήσομε πρῶτοι στὸν κόσμο τῶν εὐγενικῶν συναισθημάτων.

Χρωστοῦμε ἀκόμα στὰ παιδιά μας νὰ τοὺς δώσομε τ’ ἀδέρφια τους. Ἰδέστε τί εὐτυχία εἶναι γιὰ τὸ κάθε παιδὶ τ’ ἀδέρφια του. Χάθηκαν οἱ χαρωπὲς φωνὲς τῶν παιδιῶν στὰ σπίτια μας, γιατὶ τὸ ἕνα παιδὶ ἀκόμη καὶ τὰ δύο εἶναι μελαγχολικὰ μὲ τὴ μοναξιά τους. Πῶς νὰ λειτουργήσει δημοκρατικὰ μιὰ χώρα, ὅταν κατοικεῖται ἀπὸ πολῖτες, ποὺ ἔζησαν τὰ παιδικά τους χρόνια μοναρχικά, χωρὶς μιὰ ἄσκηση φιλαλληλίας, εὐθύνης, θυσίας, σὰν θηρία στὰ κλουβιά τους. Καὶ τὸ νὰ ξέρουν τὰ παιδιά μας μὲ ποιόν τρόπο ξεφορτωνόμαστε τ’ ἀδέρφια τους, πῶς ὑποφέρεται καὶ πῶς συγχωρεῖται ἀπὸ τὰ παιδιά μας; Γι’ αὐτὸ πέσαμε στὴν ἀνυποληψία τῶν παιδιῶν μας. Μέσα στὰ σπίτια πλανᾶται ἡ κρυμμένη ἀπ’ ὅλους ἐνοχή, κρυμμένη κι ἀνομολόγητη ἀλλὰ αἰσθητή. Αὐτὴ ἡ διάχυτη ἐνοχὴ γεννάει τὴν κατάθλιψη, τὴν ἀρρώστια τοῦ πολιτισμοῦ.

Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεὸς συγχωρεῖ, ἡ «ἀντικειμενικὴ πραγματικότητα» ὅμως, αὐτὸ ποὺ λέμε ἀλληλουχία τῶν ἔργων δὲν συγχωρεῖ. Παράδειγμα ὁ ἀποδεκατισμὸς τῶν ἀλειτούργητων οἰκογενειῶν, ποὺ βαδίζουν ὁλοταχῶς πρὸς τὴν ἐξάλειψή τους· ἀπὸ τὰ λίγα παιδιὰ πηγαίνουν στὸ ἕνα κι ἀπὸ τὸ ἕνα στὸ κανένα. Σὲ μιὰ γενιὰ ἀκόμα δὲν θὰ ἀρκοῦν οἱ ζωντανοί, γιὰ νὰ θάψουν τοὺς ἄτεκνους πεθαμένους. Δὲν εἶναι κινδυνολογία αὐτό· κοιτάξτε γύρω σας καὶ κάνετε στατιστικὲς μὲ τὶς συγγενεῖς καὶ γνωστές σας οἰκογένειες.

Ἀκόμα χρωστοῦμε στὰ παιδιά μας νὰ τοὺς δώσομε μιὰ σωστὴ παιδεία. Τώρα χάθηκε κάθε ὑποψία ἀνθρωπιστικῆς παιδείας καὶ μὲ τὰ βιβλία καὶ μὲ τὸ διδακτικὸ κλῖμα τῶν ἐπαγγελματικῶν δασκάλων, τὰ σπρώχνομε στὸ μηδενισμό. Ὅλοι σχεδὸν οἱ παράγοντες τῆς παιδείας μας ἀπαξιώνουν τὸ ἔργο τῆς παιδείας καὶ μὲ κάθε εὐκαιρία καὶ πρόφαση τρέχουν νὰ φύγουν μακριὰ ἀπὸ τὶς αἴθουσες διδασκαλίας. Αὐτὴ τὴν ἀπαξίωση τοῦ παραδοσιακοῦ ἤθους τόσο στὰ σχολεῖα ὅσο καὶ στὰ σπίτια κάνει τὰ παιδιὰ ἄγρια, ἐπιθετικὰ καὶ παράλυτα γιὰ κάθε καλὸ ἔργο. Ἡ μοντέρνα «παιδεία» τοῦ διαφωτισμοῦ, ποὺ διδάσκει τὴν καταγωγὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν πίθηκο, δὲν παρηγορεῖ τοὺς νέους, δὲν τοὺς ὁπλίζει ἁγνὸ ζῆλο γιὰ ἔργα ἀγαθά· τὰ κάνει τὰ παιδιά μας νὰ φαίνονται σὰν ζωντανὲς ἐπαληθεύσεις τῆς θεωρίας τῆς ἐξελίξεως. Πότε θὰ ξαναφανοῦν στὸ χῶρο τῆς παιδείας μας οἱ παλιοὶ «δάσκαλοι τοῦ γένους». Ἐκεῖνοι οἱ δάσκαλοι ποὺ ἦταν παπάδες πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς καὶ ὅσοι δὲν ἦταν παπάδες αἰσθάνονταν ἔτσι. Ἐκείνων τῶν δασκάλων φιλοῦσαν τὸ χέρι καὶ οἱ μαθητές τους ἀλλὰ καὶ οἱ γονεῖς τῶν μαθητῶν τους.

Δὲν ὑπάρχει τέρμα τῶν ὀφειλῶν μας πρὸς τὰ παιδιά μας ἀλλὰ κλείνοντας αὐτὴ τὴν ὁμιλία πρέπει νὰ ποῦμε καὶ γιὰ τὴν ἀνάγκη πᾶσα νὰ πάρομε τὰ παιδιά μας μέσα ἀπὸ τὶς ἀποκρουστικὲς κατσουφιασμένες, ἀνήλιες πόλεις καὶ νὰ ξαναγυρίσομε στὶς ἐπαρχίες καὶ στὰ χωριά μας, γιὰ νὰ ξαναμυρίσουν τὰ παιδιά μας χῶμα, ἀέρα ἀρωματισμένον ἀπὸ τὰ φυτὰ τῆς πατρίδας μας, νὰ ἰδοῦν τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ θάλασσα τῆς πατρίδας μας καὶ τὶς χιονισμένες βουνοκορφές μας, ὥστε νὰ καταλάβουν τὸν ὑπέροχο συμβολισμὸ τῆς γαλανόλευκης σημαίας μας.

Κωνσταντῖνος Γανωτὴς
Δακτυλογράφηση & Φιλολογικὴ Ἐπιμέλεια
Αἰκατερίνη Κόρμαλη Γανωτῆ