Μετὰ τὸν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ποὺ εἴδαμε ἄλλες ἰδεολογίες νὰ γκρεμίζονται καὶ ἄλλες νὰ θριαμβεύουν, βγήκαμε κι ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ ἐνταγμένοι στὴν καπιταλιστικὴ καὶ φιλελεύθερη ἰδεολογία δείχνοντας μἀὐτὸ ὅτι δὲν ἐμπιστευόμαστε στὸν Χριστὸ καὶ στὴν Ἐκκλησία τὴν εὐτυχία μας, ἀλλὰ στὶς ἰδεολογίες καὶ στὴν οἰκονομία τῆς ἀνἀπτυξης καὶ τῆς προόδου.Μέσα στὸ αἴσθημα εὐφορίας, ποὺ μᾶς ἐνέπνεε ἡ ἐλεύθερη οἰκονομία, ἐντάξαμε καὶ τὴ θρησκεία μας ὡς βοηθητικὸ στοιχεῖο γιὰ νὰ μᾶς παρηγορεῖ γιὰ τὶς ἀποτυχίες μας καὶ προπαντὸς γιὰ τὸ θάνατο. Αὐτὸ εἶναι ἡ θανάσιμη πτώση στὴν ἐκοσμίκευση τῆς θρησκείας. Καὶ μόνο ἡ διακήρυξη ὅτι εἴμαστε Χριστιανοὶ καὶ παραδεχόμαστε τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἔδινε τὴν αἴσθηση ὅτι καταϋποχρεώνουμε τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς παπάδες. Κι ἔτσι τοὺς ὑποχρεώνουμε νὰ εὐνοοῦν καὶ νὰ προστατεύουν τὴν εὐημερία μας. Καὶ δὲν θὰ περίμενε κανεὶς ὅτι ἕνα ἀσήμαντο καὶ σχεδὸν ἀγράμματο γεροντάκι θὰ ἐρχόταν στὴν καρδιὰ τῆς Ἀθήνας, γιὰ νὰ μᾶς ἀλλάξει κυριολεκτικὰ τὰ φῶτα.
Πρὶν ἀπ’ὅλα ἄφησε τὸ Χριστὸ νὰ τοῦ ἀλλάξει τὰ δικά του τὰ φῶτα. Γεννήθηκε μέσα σὲ μιὰ πάμφτωχη οἰκογένεια σ’ἕνα ἀσήμαντο χωριὸ τῆς Εὔβοιας, στὸν Ἅγιο Ἰωάννη, καὶ ἡ φτώχια τὸν ἀνάγκασε νὰ βόσκει τὰ λίγα πρόβατα τῆς οἰκογένειάς του ἀπὸ τὴ νηπιακὴ ἡλικία. Ἔμαθε ἐλάχιστα γράμματα, σχεδὸν μόνο τῆς πρώτης Δημοτικοῦ καὶ γρήγορα ξενιτεύτηκε στὴ Χαλκίδα πρῶτα κι ὕστερα στὸν Πειραιᾶ, γιὰ νὰ μὴν ἐπιβαρύνει τὴν οἰκογένειά του.
Κανένα παιδάκι ὁποιασδήποτε κοινωνίας δὲν θὰ ἀναπαυόταν ἀπὸ μιὰ τέτοια ζωή, ἀλλὰ θὰ μεγάλωνε μὲ τὸ ὄνειρο μιᾶς ἄνετης καὶ τοὐλάχιστον εὔπορης ζωῆς. Ὁ μικρὸς καὶ ἀπροστάτευτος Βαγγέλης συλλάβιζε τὸ βίο τοῦ πολυαγαπημένου του Ἰωάννη τοῦ Καλυβίτη καὶ ὀνειρευόταν πολὺ μεγαλύτερη φτώχια γιὰ τὸν ἑαυτό του, πολὺ μεγαλύτερη ὑπακοή.
Αὐτὰ ἦταν μιὰ ἐπίθεση στὸ φυσιολογικό, τὸ ψυχολογικὸ καὶ κοινωνικὸ κατεστημένο φρόνημα τῆς ἐποχῆς του καὶ κάθε ἐποχῆς. Ὀνειρευόταν νὰ ζήσει σὰν ἐλεύθερο ἀγρίμι μέσα σ’ἕνα περιβάλλον ἀσφυκτικὸ ὅπως τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ νὰ ἀπολαμβάνει τὴν προσευχὴ στὸ Χριστό του, τὴ νηστεία γιὰ τὸ Χριστό του, τὴ διακονία στοὺς συνανθρώπους του, τὴν ἀπόλυτη ὑπακοὴ στοὺς μεγαλύτερους κι ἐνῷ ἀξιώθηκε μὲ χίλια βάσανα κι ἐμπόδια νὰ τἀπολάψει, ἡ ζωὴ τὸν ἔβγαλε ἀπ’τὸν ἐπίγειο Παράδεισο τοῦ ἐκμηδενισμοῦ του καὶ τὸν ἔφερε στὴν οἰκογένειά του, ποὺ δὲν τὸν δέχτηκε σὰν παιδί της. Ἀργότερα, ὅταν τὸν δέχτηκε ὁ κόσμος σὰν πατέρα, τὸν δέχτηκε καὶ ἡ μάννα του καὶ αὐτὴ ὡς “πατέρα”. Χάδι παιδιοῦ δὲν χάρηκε ὁ ἀσκητής, ποὺ ἔχασε καὶ τὸ βαφτιστικό του ὄνομα κι ἔγινε Νικήτας. Κι ἐνῷ ὀνειρευόταν τὴν ἄκρα ταπείνωση, τὸ νὰ εἶναι «ὑπὸ κάτω πάντων», τὸν ἁρπάζει ἡ Ἐκκλησία καὶ τὸν κάνει ἱερομόναχο Πορφύριο. Κι ἐνῷ ἤθελε νὰ θεωρεῖ μόνο τὶς δικές του ἁμαρτίες, τὸν ἔκαναν πνευματικό, νὰ ἐξομολογεῖ μὲ τὸ Πηδάλιο στὸ χέρι, μὲ αὐστηρότητα μοναστηριακή, γιὰ τὴν ὁποία μετάνιωσε ἀργότερα. Στὸν ἅγιο Χαράλαμπο ἦταν σὰν ἡγούμενος σὲ μακρινὴ Σκήτη, κοντὰ στὸ ἰδανικό του, μὲ τὴν ἐκτίμηση τοῦ κόσμου, ποὺ ἀπολάμβαναν κιόλας τὰ θαύματά του. Κι ἀπὸ ‘κεῖ τὸν παίρνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸν περνάει ἀπὸ τὸ ἀκατοίκητο καὶ μισοερειπωμένο μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νικολάου Βάθιας, γιὰ νὰ τοῦ ἀπομυθοποιήσει τὴν ἰδανικὴ εἰκόνα τοῦ μοναστηριοῦ, καὶ τὴ χρονιὰ ποὺ τὰ παλληκάρια τῆς πατρίδας μας ἀνέβαιναν στὰ βουνὰ τῆς Ἠπείρου, γιὰ νὰ πολεμήσουν τοὺς ἐχθρούς, ὁ Πορφύριος κατέβαινε στὴν Ἀθήνα καὶ κυρίευε τὸ κάστρο τῆς Ὀμόνοιας, γιὰ νὰ πολεμήσει τὴν ἴδια τὴν ἔχθρα.
Ζητιανεύει μιὰ θέση, ποὺ τυπικὰ δὲν εἶχε τὰ προσόντα ποὺ ἀπαιτοῦσε ἡ θέση αὐτή, καὶ τὴν παίρνει θαυματουργικά, ἐνῷ δήλωνε σὲ ὅλους ὅτι εἶναι « πτυχιοῦχος τῆς πρώτης Δημοτικοῦ»! Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ ὅλοι κάναμε τοὺς ἥρωες, ὑποστηρίζοντας κάποια ἰδέα, ἀκόμα καὶ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Ὁ μικρὸς ὅμως ἐφημέριος τοῦ Ἁγίου Γερασίμου Πολυκλινικῆς ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τοὺς ἀρρώστους καὶ γιὰ τοὺς πιστούς, ποὺ περνοῦσαν γιὰ νἀνάψουν κεράκι στὸν ἅγιο. Καὶ ἐνῷ παραξενευόταν καὶ ὁ ἴδιος γιὰ τὰ θαύματα ποὺ γίνονταν ἀπ’τὰ χέρια καὶ τὰ λόγια του, καὶ ἐνῷ ἀναπαυόταν μόνο μὲ τὴ θερμὴ λατρεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀναγκαζόταν κάθε μέρα νὰ θαυματουργεῖ ἀποθῶντας τὴν ἰδέα ὅτι θαυματουργεῖ. Φοβῶταν μήπως παραμεληθεῖ καὶ ἀτονίσει ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ μέσα στὶς ἐκπλήξεις, ποὺ μαγεύουν τοὺς ἀνθρώπους. Κι οἱ ἄνθρωποι ἐκπλήσσονταν ὅταν τὸν ἄκουγαν νὰ λέει « Μὴ κοπιάζετε νὰ ξερριζώσετε τὰ πάθη · αὐτὰ θὰ φύγουν μόνα τους, ὅταν ἀγαπήσετε τὸν Χριστό, ὅπως φεύγει τὸ σκοτάδι, ὅταν ἀνάψει τὸ φῶς · ὁ Χριστὸς μᾶς ἀγαπάει καὶ ἁμαρτωλούς ». Ἀκόμα καὶ τὰ πάθη μας καὶ τὰ ἐγκλήματά μας τὰ λογαριάζει γιὰ βάσανά μας καὶ μᾶς λυπᾶται, δὲν μᾶς κρίνει.
Κι αὐτοὺς ποὺ προβάλλουν τὴν ἰδεολογία τους μὲ πάθος καὶ μᾶς ἐπιτίθενται θριαμβολογῶντας, ἔλεγε ὁ ἅγιος Πορφύριος νὰ μὴν τοὺς πολεμᾶμε μὲ τὰ ἐπιχειρήματά μας, οὔτε μὲ τὰ χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, γιατὶ ἡ λογομαχία ἐρεθίζει τὶς ψυχὲς καὶ κινδυνεύουμε νὰ τοὺς ἀντιπαθήσουμε καὶ τότε δὲν γίνεται τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Ἔργο τοῦ Χριστοῦ εἶναι μόνον ἡ ἀγάπη. Κι ἐμεῖς καθόμαστε καὶ κλαῖμε γιὰ τὶς ἰδέες μας, ποὺ τὶς ἀφήσαμε ἀνυπεράσπιστες ! Οἱ ἰδέες, οἱ ὁποιεσδήποτε ἰδέες εἶναι ἀδημιούργητες, ἀνυπόστατες « δημιουργίες » τοῦ νοῦ κι ἐπινοήθηκαν ἀπὸ τοὺς φιλοσόφους τῆς παρακμῆς τοῦ πολιτισμοῦ, γιὰ νὰ ἀντικαταστήσουν τὶς ὑπαρκτὲς ὑποστάσεις, ποὺ ἔχουν ζωὴ καὶ ὕπαρξη καὶ πρόσωπο, ὅταν εἶναι ἄνθρωποι.
Ὁ στόχος μας εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ · αὐτὸ τὸ τονίζει ὁ Ἅγιος, ὄχι ἡ ἀπόδειξη καὶ ἡ ἐπικράτηση τῆς ἀλήθειας, ποὺ ἔχει δυὸ χαρακτηριστικά, πρῶτον δὲν ὑπάρχει ὡς θεωρητικὴ ἀλήθεια καὶ δεύτερον ὅτι ἂν κατορθώσουμε νὰ τὴν ὑποστηρίξουμε καὶ νὰ ἀνατρέψουμε τὰ ἐπιχειρήματα τῶν ἀντιθέτων, μᾶς κυριεύει ἡ ἀλαζονεία ὅτι εἴμαστε οἱ νικητές καὶ τότε δὲν χαίρεται ὁ φίλος τῶν νικημένων, τῶν ταπεινῶν καὶ καταφρονεμένων.
Πολλοὶ Χριστιανοὶ πασχίζουν νὰ νικήσουν τὸν ἀρχηγὸ τῆς πλάνης, τὸν διάβολο, καὶ γι’αὐτὸ ἔχουν τὴν ἐντύπωση πὼς κάνουν θεάρεστο ἔργο. Αὐτοὶ ὅταν ζοῦσαν κοντὰ στὸν ἅγιο, ἀγανακτοῦσαν, γιατὶ δὲν ἔβλεπαν δυνατὴ τὴν ἀντίκρουση τῶν ἀντιπάλων καὶ ἔβλεπαν τὸν διάβολο νὰ “θριαμβεύει” παίζοντας τὸν κεντρικὸ ῥόλο σ’αὐτὲς τὶς λογομαχίες. Ὁ Ἅγιος συμβούλευε πάλι νὰ μὴν τὸν πολεμοῦμε τὸν διάβολο · ὅταν ἀγαπήσομε τὸν Χριστό, ῥίχνει τόσο φῶς στὴν ψυχή μας, ὦστε ὁ σκοτεινὸς διάβολος χωρὶς μάχες ἐξαφανίζεται. Κάθε ἀγανάκτηση καὶ μεμψιμοιρία, κάθε παράπονο ἀκόμη, ἀποτελεῖ μιὰ «δόξα», θὰ λέγαμε τοῦ διαβόλου, γιατὶ ἀποτελεῖ προβολὴ τοῦ ἔργου του, μέσα στὴ δημιουργία τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης. Καὶ γιὰ τοὺς ἀλλόθρησκους καὶ ἀλλόδοξους, ἀκόμα καὶ αἱρετικοὺς ἐνδιαφέρθηκε ὁ Ἅγιος · μᾶς συνέστησε νὰ τοὺς φερόμαστε μὲ λεπτότητα καὶ νὰ μὴν ἀναφερόμαστε στὶς διαφορετικές τους δοξασίες. Μ’αὐτὸν τὸν τρόπο κάνουμε ἱεραποστολὴ σ’αὐτούς τοὺς πλανεμένους, τοὺς κηρύσσομε σιωπηλὰ τὸ Θεὸ τῆς ἀγάπης.
Τόσο πολὺ ποὺ μιλοῦσε γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστό, προκάλεσε μιὰ μεγάλη ἀπορία σὲ κάποιους πιστούς. « Καὶ πῶς θὰ μπορέσουμε νὰ δημιουργήσουμε μέσα μας αὐτὸ τὸ κεφαλαιῶδες συναίσθημα ; Μήπως ἐννοεῖς γέροντα τὴν ψυχολογικὴ μέθοδο τῆς αὐθυποβολῆς ; ». « Ὄχι βέβαια » ἀπαντάει ὁ Ἅγιος. « Τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τὴ βρίσκει κανεὶς πηγαίνοντας κοντὰ στοὺς πονεμένους, τοὺς ταλαιπωρημένους, τοὺς βασανισμένους κάθε λογῆς, ποὺ εἶναι ὅλοι Χριστοὶ πάνω στὸ Σταυρό. » Τὰ ἐγκαταλειμμένα παιδάκια, τοὺς τροφίμους τῶν ἱδρυμάτων καὶ τῶν φυλακῶν, τοὺς τσαλακωμένους ἀδερφούς μας πρέπει νὰ τοὺς δοῦμε ὡς Χριστούς. Ἀκόμα καὶ τοὺς ἀλλόθρησκους καὶ τοὺς δηλωμένους ἐχθρούς μας θέλει ὁ Ἅγιος νὰ τοῦς ἔχουμε ἀδερφούς. Ἔτσι φτάνει στὰ ἄκρα τῆς διδασκαλίας του καὶ μ’αὐτὸ μᾶς ἀλλάζει τὰ φῶτα !
Ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ποὺ ζοῦσε σὲ ἐποχὲς ποὺ τρανταζόταν ὁ κόσμος μὲ τὰ ἀποκρυφιστικά, ὅπως ὁ ἀριθμὸς 666 καὶ τὸ σημάδεμα στὸ σῶμα μας, ποὺ θὰ μᾶς ἔφερνε τάχα στὸ στρατόπεδο τοῦ διαβόλου, μπόρεσε ψύχραιμα νὰ μᾶς βγάλει ἀπὸ τὶς παγίδες μὲ τὴ διδασκαλία τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Ἐτόνιζε « μα εἶναι δυνατὸν κάτι ποὺ μᾶς κάνουν μὲ τὴ βία νὰ μᾶς ἀλλάξει τὴν πίστη μας, νὰ σβήσει τὴ φλόγα τῆς καρδιᾶς μας ; Τότε ἀχρηστεύεται ὅλη ἡ δόξα τῶν μαρτύρων».
Ἡ ἁπτὴ πραγματικοότητα τοῦ ζωντανοῦ Χριστοῦ, ἡ φλογερὴ ἀγάπη μας πρὸς αὐτὸν γελοιοποιεῖ κάθε βία ποὺ μποροῦν νὰ ἀσκήσουν ἐπάνω μας. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ κάθε πόνο, ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μᾶς κάνει γίγαντες τῆς ὑπομονῆς. Ἔτσι γίνονται οἱ μάρτυρες.
Τελευταῖο ποὺ ἤθελα νὰ ἀναφέρω, ἀγαπητοί μου, εἶναι ἡ επιφύλαξη ποὺ εἶχε ὁ Ἅγιος ἀκόμα καὶ γιὰ τὶς ἀρετές μας. Αὐτοὶ ποὺ θρηνοῦν ὑπέρμετρα μέσα στὴν μετάνοιά τοους γιᾶ τὶς ἁμαρτίες τους, κινδυνεύουν νὰ κάνουν τὴν ἁμαρτία κεντρικὸ γεγονὸς καὶ νὰ ἀπολυτοποιήσουν τὴν αὐτομεμψία ὡς λύτρο γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους. Ἡ λύτρωση εἶναι δωρεὰ τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ σκιάσει ὁ θρῆνος μας τὸ τοπίο τῆς χαρᾶς τοῦ λυτρωμοῦ. Ἡ λύπη τῆς μετάνοιας σωστὰ ὀνομάζεται ἀπὸ τοὺς Πατέρες χαρμολύπη.
Ἀκόμα κίνδυνος εἶναι νὰ μᾶς γίνουν πειρασμὸς καὶ οἱ ἀρετές μας ποὺ εἶναι δωρεὲς τοῦ Θεοῦ. Οἱ εὐλογίες καὶ οἱ ἰάσεις ποὺ κάνουν οἱ Ἅγιοι δὲν εἶναι δικές τους, ἀλλὰ τὶς δίνει ὁ Θεός, γιὰ νὰ τὶς διαχειριστοῦνε. Μπορεῖ νὰ μᾶς παρασύρουν σ’ἕνα αὐτοθαυμασμὸ καὶ νὰ τὶς θεωρήσουμε προσωπικό μας θρίαμβο, ὅπως μᾶς τὸ ὑποβάλλουν καὶ οἱ ἄλλοι. Αὐτὸ τὸ φοβῶταν ὁ Ἅγιος Πορφύριος καὶ ὅμως ἔκανε πολλὲς θαυματουργικὲς ἐπεμβάσεις διακινδυνεύοντας τὴν σωτηρία του καὶ αὐτός, ἀλλὰ τὶς ἔκανε ἀπὸ ἀγάπη. Νἄχομε τὴν εὐχή του.