Διαλέξεις
ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΗΣ
Ὅταν ἔχεις ἕνα ζῶο στὴν ὑπηρεσία σου καὶ στὴν ἐξουσία σου, τὸ νοιάζεσαι, τὸ ποτίζεις, τὸ ταΐζεις ὅσο χρειάζεται, γιὰ νὰ ζεῖ κι αὐτὸ ὅπως κι ἐσὺ καὶ νὰ μπορεῖ νὰ σὲ ὑπηρετεῖ. Αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴν ἀγωγή σου πρὸς τὸ ζῷο, ποὺ τὸ ἀγαπᾷς βέβαια καὶ τὸ θέλεις εὐχαριστημένο. Καὶ ὅταν γιὰ πολὺ καιρὸ τὸ συνηθίζεις στὴν ὁρισμένη τροφή, στὴν ὁρισμένη ὥρα, συνηθίζει κι αὐτὸ σ’αὐτὴ τὴν τάξη καὶ δὲν ζητάει περισσότερα. Εἶναι δηλαδὴ κι αὐτὸ ἀναπαυμένο στὴν τροφή του, κι ἐσὺ ποὺ τὸ φροντίζεις εἶσαι ἀναπαυμένος στὴ συνείδησή σου.
Βάσει τῶν παραπάνω περιγράφω συμβολικὰ αὐτὸ ποὺ λέμε στὴ χριστιανικὴ ζωή, ἄσκηση. Ὅταν ὁ κύριος τοῦ ζώου ἐπιβάλλει καὶ στὸν ἑαυτό του τὴν ἴδια ἀγωγή, τότε ἔχουμε μπροστά μας ἕναν ἀσκητή. Σκοπὸς τῆς ἄσκησης εἶναι νὰ ἐπιβάλλουμε στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχολογία μας ἕνα κανόνα ζωῆς, ποὺ νὰ μᾶς ἀφήνει ἀπερίσπαστους νὰ ἐρευνοῦμε καὶ νὰ γευόμαστε τὴν καλλονὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς ἔπλασε “ κατ’εἰκόνα ” του καὶ μᾶς περιμένει νὰ τοῦ παρουσιαστοῦμε “καθ’ὁμοίωση”. Κατ’εἰκόνα σημαίνει τὴ σύσταση τῆς ὕπαρξής μας νὰ ἔχει τὶς προϋποθέσεις τῆς θέωσης, ὅπως ἡ ἐλευθερία, ὁ ἔρωτας πρὸς τὸν Πλάστη καὶ πρὸς τὸν κόσμο του, ἐνῷ “καθ’ ὁμοίωση” σημαίνει τὴν ἐνεργοποίηση τῆς δωρεᾶς αὐτῆς τῶν προϋποθέσεων, ὥστε νὰ προχωρήσουμε τοὐλάχιστον πρὸς τὴ θέωση. Λέω “τοὐλάχιστον” γιατὶ οἱ πολλοὶ μόλις ποὺ ξεκινοῦνε, ἐνῷ οἱ ἀσκητᾶδες καὶ οἱ μάρτυρες ἔχουν κάνει πολλὰ βήματα.
Αὐτὰ τὰ λίγα ἢ τὰ πολλὰ βήματα πρὸς τὴν ὁμοίωση εἶναι ἡ ὑποταγὴ τῆς θέλησής μας στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν φτάσουμε νὰ θέλουμε ὅ,τι θέλει ὁ Θεός, αὐτὸ εἶναι ἡ θέωσή μας. Ἡ θέλησή μας ἔχει μέσα της μιὰ αὐτοσυνείδηση τῆς δικῆς της ὕπαρξης καὶ μιὰ καλλιεργημένη μέσα στὸ χρόνο ἔπαρση· αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος ὅτι εἶναι ἐλεύθερος ὅταν κάνει ὅ,τι θέλει. Τότε νιώθει ἕνα σκοτεινὸ μεγαλεῖο, σὰν νὰ εἶναι ἕνας θεὸς κι αὐτὸς μέσα στὸν κόσμο. Ἡ γλύκα αὐτοῦ τοῦ μεγαλείου φτάνει στὸ ἔπακρο μὲ τὴν αὐτοκτονία.
Βέβαια τὴν ἐλεύθερη θέληση μᾶς τὴν ἔδωσε ὁ Θεός, γιὰ νὰ τὸν ἀγαπᾶμε μὲ τὴ θέλησή μας ἐλεύθερα κι ἔτσι νὰ γίνουμε κι ἐμεῖς ὅμοιοί του μὲ ταυτισμένη τὴ θέλησή μας μὲ τὴ θέλησή του. Ἐμεῖς ὅμως μέσα στοὺς αἰῶνες εἴδαμε καὶ συνηθίσαμε νὰ θεωροῦμε ἀνθρώπινο, σωστό, τὸ νὰ ἀσκοῦμε τὴ θέλησή μας ἐλεύθερα βέβαια πρὸς τὸν ἑαυτό μας ὡς ἄλλου Θεοῦ καὶ πρὸς αὐτὴ τὴν εἰκόνα νὰ κατευθύνουμε τὴ θέλησή μας. Αὐτὴ ἡ εἰκόνα ὅμως δὲν εἶναι ὁ Θεὸς ὁ πλάστης μας καὶ δημιουργὸς τοῦ κόσμου, εἶναι ἕνα φάντασμα Θεοῦ, αὐτὸ ἀκριβῶς σημαίνει εἴδωλο. Καὶ ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης στὴ μετάνοιά του ὁμολογεῖ : “ αὐτείδωλον ἐγενόμην ”.
Ὅταν ὁ Ἰουλιανὸς ὁ παραβάτης ἀποκεφάλιζε τοὺς Ἁγίους Δέκα στὴ Στρώμνιτσα αἰσθανόταν ὅτι προσφέρει ἐλεύθερα τὴ θέλησή του στὴν ὁμοίωση πρὸς τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Θεὸς του βέβαια ἦταν ὁ Δίας (ἢ ὁ Ἀπόλλωνας ). Αὐτὸ ἦταν τὸ εἴδωλό του, ποὺ μὲ κάποιο αὐτοέλεγχο θὰ μποροῦσε νὰ καταλάβει ὅτι πίσω ἀπ’αὐτὴ τὴ πρόφαση κρύβεται τὸ πραγματικὸ εἴδωλο, ποὺ ἦταν ἡ ἄγρια δίψα γιὰ ἐξουσία.
Γι’αὐτὸ χρειάζονται τὴ σωστὴ κατήχηση οἱ ἄνθρωποι στὸ Εὐαγγέλιο. Ἐκεῖ μὲ τὴ φώτιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θὰ καταλάβουν τί σημαίνει τὸ ὅτι “ Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί ”. Γι’αὐτὸ μᾶς ἐχάρισε ὁ Θεὸς τὸ Εὐαγγέλιο, γιὰ νὰ ἔχουμε καὶ ἐξωτερικὸ ἀκόμα, δηλαδὴ γνωστικό, πληροφοριακὸ κριτήριο γιὰ τὸ ποιό εἶναι τὸ θέλημά του. Πῶς ὅμως αὐτοὶ ποὺ διαπράττουν τὴν ἁμαρτία σκοτίζονται καὶ δὲν βλέπουν τὰ καθαρὰ καὶ σαφῆ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου ; Πρέπει νὰ παραδεχτοῦμε ὅτι ἡ θέληση τοῦ ἀνθρώπου παρὰ τὴν ἐλευθερία της δὲν λειτουργεῖ ποτὲ μόνη. Ἄλλοτε συνοδεύεται καὶ καθοδηγεῖται ἀπὸ τὴ μυστηριακὴ ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἄλλοτε ἀπὸ τοὺς σκοτεινοὺς δαίμονες. Ἔτσι ἀποκτᾷ δύναμη γιὰ νὰ κατευθυνθεῖ πρὸς τὸ ἕνα ἢ πρὸς τὸ ἄλλο θέλημα, δηλαδὴ πρὸς τὸ “ἴδιον θέλημα” ἢ πρὸς τὸ “θέλημα τοῦ Θεοῦ”. Ἄρα ἡ κρισιμότερη ἐλευθερία ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ ἐλευθερλια ἐπιλογῆς τοῦ συνοδοῦ του.
Ὁ λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖον ὁ ἄνθρωπος διαλέγει τὸν ὁδηγό του στὴν κατεύθυνση τοῦ θελήματός του, εἶναι ἄγνωστος, ἀποτελεῖ ἕνα πραγματικὸ μυστήριο. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος θαυμάζει πῶς οἱ πρωτόπλαστοι μέσα στὴ μακαριότητα τοῦ Παραδείσου πείστηκαν σ’ ἕναν ὄφιν καὶ ἀπαρνήθηκαν τὸν Πλάστη τους καὶ παρομοιάζει τὸ γεγονὸς ὡς “ναυάγιον ἐν τῷ λιμένι”.
Πάντως ἡ ἐπανάσταση τοῦ ἰδίου θελήματος ἀπέναντι στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ παραμένει κρυμμένη καὶ ὑποβόσκουσα στὸ βάθος τῆς βούλησής μας καὶ σ’ὁλόκληρη τὴ ζωή μας ἀναγκαζόμαστε νὰ τὴν ἐπιτηροῦμε. Ζοῦμε μέσα στὸν κόσμο τῆς ἀποστασίας ὅπου τὸ ἴδιον θέλημα εἶναι τὸ αὐτονόητο, ὥστε ἡ καταπολέμησή του νὰ εἶναι νὰ εἶναι δύσκολη, νὰ θεωρεῖται πραγματικὴ τρέλα. Γι’αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς πάνω σ’αὐτὴ τὴν ἀνάγκη μας, μᾶς ἐδώρησε τὰ ἰσχυρότερα ὅπλα, τὸ βάπτισμα καὶ ὅλα τὰ μυστήρια μὲ ἀποκορύφωμα τὸ μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας.
Πρώτα μᾶς καθαρίζει τὴ στρεβλωμένη ἀπ’τὴν πολύχρονη ἀποστασία μας φύση μὲ τὸ βάπτισμα. Ἁγιάζει ἕνα νερὸ καὶ τὸ κάνει νερὸ τῆς κοινῆς κτίσης καὶ μᾶς βγάζει μέσα α’πὸ αὐτὸ τὸ νερὸ ὡς καινούριους ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν φανεροὺς καὶ ἀσφαλεῖς τρόπους νὰ ἀρνηθοῦν τὸ “αὐτονόητο” τοῦ ξεπεσμένου κόσμου. Ὕστερα μᾶς χαρίζει τὸ χρίσμα γιὰ νὰ ἔχουμε τὴ βεβαιότητα ὅτι ἀνήκουμε σ’αὐτὸν καὶ εἴμαστε βασιλιάδες μέσα στὴν κτίση. Μᾶς χαρίζει τὸ εὐχέλαιο γιὰ νὰ ἀντέχουμε στὶς ἀσθένειες, τὴ μετάνοια ὡς μνήμη ἔρωτος, δηλαδὴ νὰ ξαναθυμηθοῦμε τὸ σβησμέρνο ἔρωτα πρὸς τὸν Πλάστη μας. Καὶ ἡ μετάνοια ἔχει δύο χαρίσματα, πρῶτον ὅτι εἶναι ἐλεύθερη καὶ δεύτερον ὅτι εἶναι δωρεάν · δὲν ὑπάρχει δίκη καὶ ποινὴ στὴν ἀποδοχὴ τῆς μετάνοιας. Ἐδὼ εἶναι ποὺ παραποίησαν ἐγκληματικὰ τὴ θεία Οἰκονομία οἱ δυτικοί, ποὺ τιμώρησαν τὴν ἁμαρτία καὶ ποινικοποίησαν τὴ μετάνοια. Ἔτσι ἔδειξαν περιττὴ τὴ σάρκωση καὶ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ.
Μὲ τὴ θεία Εὐχαριστία γίνεται τὸ ἐρωτικὸ σμίξιμο Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ θέωση. Καὶ γίνεται ἡ θέωση καὶ πολὺ πρὶν ἀπὸ τὴ τέλεια παράδοσή μας στὸ θέλημα τοὺ Θεοῦ ὡς πρόγευση καὶ ἐνίσχυση γιὰ νὰ φτάσουμε σ’αὐτήν. Κι αὐτὴ τὴν εἰσαγωγικὴ θέωση τοῦ μετανοημένου καὶ θεωμένου κατὰ χάριν (καὶ σ’ἕνα βαθμὸ) Χριστιανοῦ, τὴν περιφέρουμε καὶ τὴ διακινδυνεύουμε, τὴ χάνουμε καὶ τὴν ξαναβρίσκουμε μέσα σ’αὐτὸ τὸ μεγάλο ναυάγιο, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπινου γένους μετὰ τὴν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων.
Καὶ παρακολουθεῖ τὶς περιπέτειές μας ὁ Πατέρας μας, μὲ τόσο τρεμάμενα χέρια ἐλπίδας μᾶς χειραγωγεῖ καὶ μᾶς καθοδηγεῖ πρὸς τὰ βάραθρα, γιὰ νὰ ἐξευτελίσουμε σὰν μαρτυρία τῆς δύναμης καὶ τῆς ἀγάπης του ποὺ μᾶς χορηγεῖ διαρκῶς.
Ἡ ὑπόσχεση τοῦ Παραδείσου εἶναι ἡ πρόγευσή του σὲ κάθε μας νίκη εἶναι τὸ μεγάλο “κίνητρο”. Ἡ ὀμορφιὰ τῆς Κτίσης ποὺ μᾶς περιβάλλει τώρα εἶναι ἡ ὑπενθύμιση τοῦ χαμένου Παραδείσου καὶ ἡ βεβαίωση ὅτι ὁ Παράδεισος μᾶς περιμένει πολὺ πλουσιότερος. Ἡ ἀσχήμια τοῦ κόσμου τοῦ σημερινοῦ εἶναι μιὰ προεικόνιση τῆς κόλασης. Ὁ παγκόσμιος πόνος εἶναι εἶναι τὸ γύμνασμα τῆς ἀγάπης, γιὰ νὰ μοιάσουμε στὸ Θεὸ (γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονος, ὅτι ὁ πατὴρ ἡμῶς οἰκτίρμων ἐστι). Οἱ ἅγιοί μας εἶναι τὰ μοντέλα μας καὶ ἡ βεβαίωση ὅτι μποροῦμε κι ἐμεῖς ν’ἁγιάσουμε. Καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ οἱ ἀντίθεοι εἶναι ἡ πρόκληση νὰ μὴν τοὺς κρίνουμε, γιὰ νὰ ἁγιάσουμε ἐμεῖς πολὺ εὐκολότερα.
Κολυμπᾶμε λοιπόν, ἀδερφοί μου, μέσα στὸν Παράδεισο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ποὺ βιάζεται νὰ μᾶς ὑποδεχτεῖ καὶ κατεβαίνει πολὺ χαμηλὰ καὶ γίνεται αἰσθητὸς καὶ παρακαλεστικὸς πρὸς ὅλους μας. Καὶ πῶς νὰ μὴν γίνεται, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς, ὁ Πατέρας καὶ Πλάστης μας εἶναι ὁ Παράδεισος.