• 210 51 55 889

ΤΟ ΠΑΙΔΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ

Πρὶν νὰ βγοῦν τὰ παιδικὰ βιβλία ἀκόμα, ὑπῆρχαν μόνο βιβλία γιὰ μεγάλους, καὶ πρὶν νὰ βγοῦν τὰ βιβλία, ὑπῆρχε ὁ προφορικὸς λόγος. Ὁ λόγος ἦταν ἢ χρηστικός, πρακτικὸς ἢ μῦθος. Μῦθο ὁνόμαζαν οἱ ἀρχαῖοι τὸν μεταφυσικὸν ἢ τὸν βαθὺ καρδιακὸ λόγο, ποὺ δὲν εἶναι καὶ τόσο πρακτικός.

Τὰ λόγια ποὺ ἀπευθύνονταν στοὺς θεοὺς ἢ ποὺ ἀναφέρονταν σ’αὐτοὺς λέγονταν μῦθοι καθὼς καὶ κάθε “ σοβαρός ” καὶ κρίσιμος λόγος. Ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Πινδάρου καὶ ὕστερα, οἱ μῦθοι ἐσήμαιναν τὰ φτιαχτὰ σενάρια τῶν ποιημάτων καὶ τὶς ἀλληγορικὲς ἱστορίες σὰν τοῦ Αἰσώπου. Στοὺς ποιητὲς ὅμως Ὅμηρο, τραγικοὺς καὶ λυρικοὺς ὁ ὅρος μῦθος ταυτίζεται μὲ τὸ λόγος, γιατὶ στὴν ποίηση ὅλοι οἱ λόγοι ἔχουν καὶ μιὰ βαθύτερη ποιητικὴ σημασία ἢ ἀπόχρωση.

Κάναμε αὐτὴ τὴν εἰσαγωγή, γιὰ νὰ ἐξηγήσουμε γιατί αὐτά, ποὺ ἔλεγαν συνήθως στὰ παιδιά, ἦταν κυρίως μῦθοι. Στὰ παιδιὰ καὶ στὴν ἀρχαιότητα καὶ τώρα ἀκόμη λέμε μύθους ἢ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ παραμυθιοῦ ἢ μὲ τὴν ἔννοια ἑνὸς παραμυθένιου ὁρισμοῦ ἢ παραμυθένιας ἐξήγησης, π.χ. ὅτι ὁ ἥλιος χαίρεται ποὺ βλέπει τὴ γῆ, τὸ φεγγάρι ταξιδεύει, βλέπει, ἡ κοιλίτσα μας κλαίει ἀπὸ τὴν πεῖνα, ὁ σκύλος μιλάει καὶ τέτοια.

Γιατί θέλουμε νὰ φτιάξουμε βιβλία γιὰ τὰ παιδιά ; Ἴσως θέλουμε νὰ τὰ ψυχαγωγήσουμε ἢ νὰ τὰ πληροφορήσουμε ἢ νὰ τὰ διδάξουμε. Βέβαια ἐπειδὴ ἔχουμε καὶ τὴν οἰκονομικὴ εὐχέρεια θέλουμε νὰ καλλιεργήσουμε τὸ πνεῦμά τους καὶ νὰ τὰ εὐχαριστήσουμε κιόλας τὰ παιδιά μας. Κι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τὶς ἱκανότητες νὰ γράφουν παιδικὰ βιβλία ἀποβλέπουν καὶ στὸ κέρδος τοῦ συγγραφέα ἢ τοῦ ἐκδότη.

Τὸ παιδάκι δὲν λογαριάζει ὅλα αὐτά, ποὺ στοχεύουν οἱ μεγάλοι, ἀλλὰ βιάζεται νὰ ἱκανοποιήσει τὴν φαντασία, τὴν περιέργεια, νὰ νιώσει παράξενα συναισθήματα πέρα ἀπὸ τὴν πεζότητα τῆς ζωῆς. Τὸ παιδὶ ἀναζητεῖ μέσα στὸ παράξενο καὶ πρωτότυπο τὴ γεύση μιᾶς ποιητικῆς ζωῆς, ποὺ δὲν εἶναι ὑποταγμένη στὶς φυσικὲς δυνάμεις καὶ στὶς πράξεις ῥουτίνας. Ἂν προσέξουμε, θὰ ἰδοῦμε ὅτι τὸ παιδὶ ζητάει φανταστικὰ τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὶς φυσικὲς δυνάμεις, ζητάει τὴ δικαιοσύνη ἑναντίον τῶν ἀντιπάλων, ποὺ τὸ φοβερίζουν, καὶ τὴν δική του ἀθῳότητα τὴ θεωρεῖ δεδομένη, ὅπως θεωρεῖ δεδομένη τὴν ἀθῳότητα τοῦ βασικοῦ ἥρωα τοῦ παραμυθιοῦ, του, ὅ,τι κι ἂν κάνει. Παράπλευρα ἐκτιμᾷ πολὺ τὴν εὐφυΐα τοῦ ἥρωά του καθὼς καὶ τὴν τύχη, ποὺ τὴ θεωρεῖ φυσικὸ σύμμαχό του.

Ὅλη ἡ φιλοσοφία ( βιοθεωρία καὶ κοσμοθεωρία ) τοῦ προ χριστιανικοῦ κόσμου κυριαρχεῖ στὰ παραμύθια τῶν παιδιῶν · ἄλλωστε ἡ ἴδια σχεδὸν φιλοσοφία κυριαρχεῖ καὶ στὴ λογοτεχνία τῶν μεγάλων. Ὑπάρχει ὅμως καὶ μιὰ ἐνδιάμεση παράδοση ἀνάμεσα στὴ δόκιμη λογοτεχνία καὶ στὴν παιδική · εἶναι ἡ παράδοση τοῦ λαϊκοῦ παραμυθιοῦ καὶ τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ.

Καὶ στὰ λαϊκά-δημοτικὰ κυριαρχεῖ ἡ ἴδια φιλοσοφία ἀλλὰ μὲ περισσότερα μυθικὰ στοιχεῖα καὶ μυθικὴ νοοτροπία γενικά. Δὲν ἔχει νικήσει ἐδῶ ὁ νόμος τῆς λογικῆς καὶ τῆς φυσικῆς · Ὑπάρχει ἕνας ὑπερφυσικὸς κόσμος ἔστω μὲ αὐθαίρετο σχεδιασμό. Δηλαδὴ ἡ λαϊκὴ παράδοση διασῴζει ἰσχυρὲς ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸν Παράδεισο κι αὐτὲς τὶς ἀναμνήσεις μεταδίδει μὲ τὰ λαϊκὰ παραμύθια στὰ παιδιά. Οἱ ἀναμνήσεις ὅμως αὐτὲς μὲ τὴν ὑπερφυσικὴ νοοτροπία εἶναι παγιδευμένες μέσα στὴ φιλοσοφία τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου, ποὺ σχεδιάζει τὴ ζωή του μὲ τὴν τύχη, τὴ μαγεία, τὴν φυσικὴ εὐφυΐα καὶ τὴν δικαιοσύνη, ποὺ ἢ νικάει ἢ ὑπερβαίνεται.

Θὰ ἤθελα νὰ φέρω ἕνα παράδειγμα γνωστὸ σὲ ὅλους · πρόκειται γιὰ τὸ γνωστὸ μῦθο τοῦ Αἰσώπου : Τέττιξ καὶ μύρμηξ. Ὁ ἀρχαῖος μυθολόγος βάζει ὅλη τὴ ζωὴ κάτω ἀπὸ τὴ λογικὴ τῆς δικαιοσύνης. Ἀφοῦ δὲν δούλευε ὅλο τὸ καλοκαίρι ὁ τζίτζιγκας, πρέπει νὰ πεθάνει. Δὲν ὑπάρχει περιθώριο οἴκτου πρὸς τὸν συμπαθέστατον κατὰ τὰ ἄλλα τζίτζικα. Ὅλη ἡ μουσικὴ πανδαισία τοῦ καλοκαιριοῦ διαγράφεται ἀπὸ τὸν βάρβαρο μυθολόγο. Στὸ μεταξὺ ἡ ἠθικὴ τοῦ λαοῦ μας ἔχει ἀλλάξει ῥιζικά. Ὁ Χριστιανὸς πλέον Ἕλληνας δὲν μπορεῖ νἀκούσει τέτοιους μύθους, δὲν πρέπει νὰ γδύνεται τὴ χριστιανική του ταυτότητα, γιὰ νἀπολαύσει τὴν περιπέτεια ἑνὸς μύθου. Κι ἐμεῖς οἱ δάσκαλοι ἔχουμε χρέος νὰ δώσουμε νέους μύθους ἢ πρωτότυπους ἢ διασκευὲς τῶν παλιῶν, ποὺ νὰ ἐκφράζουν τὴν καινούργια φιλοσοφία ζωῆς.

Στὴν διασκευή, ποὺ ἔκανα στὸ μῦθο τοῦ τζίτζικα καὶ τοῦ μύρμηγκα, δίνω ἐπιχειρήματα ἀπενοχοποίησης τοῦ τζίτζικα, πρῶτον γιατὶ μὲ τὴ μουσική του ψυχαγώγησε καὶ τὸν ἐργατικὸ μύρμηγκα καὶ δεύτερον γιατὶ τραβοῦσε τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων ψηλά, ὅπου ἔβλεπαν τὸν οὐρανὸ καὶ θυμοῦνταν τὴν οὐράνια πατρίδα τους. Αὐτὰ τὰ ἐπιχειρήματα ἔπεισαν τὸν μύρμηγκα, ποὺ πῆγε στὸ κελλάρι του καὶ ἔφερε στὸ τζίτζικα ἕνα κοφίνι σπόρους. Ὁ τζίτζικας ὅμως ἀρκέστηκε σὲ ἕνα μόνο σπόρο ὡς “ τὸν ἄρτον τὸν ἐπιούσιον ” κι ἔτσι πρόσθεσε στὴ βιοτή του καὶ τὴν ἀρετὴ τοῦ ἀσκητῆ. Νομίζω ὅτι μ’ αὐτὴν τὴν διασκευὴ “ ἀναπαύεται ” ὁ Χριστιανὸς Ἕλληνας.

Ἄλλη διασκευὴ ἐπεχείρησα ἀπὸ τοῦ μῦθο τοῦ Βελερεφόντη, ποὺ παραθέτει ὁ Ὅμηρος στὸ Β΄ τῆς Ἰλιάδας. Ἀκοῦστε το πῶς τὸ ἀφηγεῖται ὁ ἄφταστος Ὅμηρος : « Γενναῖε γιὲ τοῦ Τυδέα, τί τὴ ρωτᾶς τὴ γενιά μου ; Ὅπως εἶναι τῶν φύλλων ἡ γενιά, ἔτσι εἶναι καὶ τῶν ἀνθρώπων. Τὰ φύλλα ἄλλα τὰ ρίχνει ὁ ἄνεμος κάτω στὴ γῆ, κι ἄλλα βγάνει τὸ ὁλόχλωρο δάσος, σὰν ἔρθη ἡ ἐποχὴ τῆς ἄνοιξης. Ἔτσι καὶ τῶν ἀνθρώπων ἡ γενιά, ἡ μιὰ βγαίνει καὶ ἡ ἄλλη τελειώνει. Ἂν ὅμως θέλης νὰ τὰ μάθεις κι αὐτά, γιὰ νὰ ξέρης καλὰ τὴ δική μας τὴ γενιά, γιατὶ πολλοὶ ἄνθρωποι τὴν ξέρουν : σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς Πελοποννήσου, ποὺ θρέφει ἄλογα, βρίσκεται μιὰ πολιτεία, ἡ Ἔφυρα, ὅπου ζοῦσε ὁ Σίσυφος, ποὺ στάθηκε ὁ πιὸ πονηρὸς ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὁ Σίσυφος, ὁ γιὸς τοῦ Αἰόλου.

Αὐτὸς λοιπὸν γέννησε ἕνα γιό, τὸ Γλαῦκο, καὶ ὁ Γλαῦκος γέννησε τὸν Βελλερεφόντη, ποὺ ἦταν χωρὶς ψεγάδι. Σ’ αὐτὸν οἱ θεοὶ χάρισαν ὀμορφιὰ καὶ λεβεντιὰ γεμάτη χάρη · ὁ Προῖτος ὅμως σχεδίασε μέσα του κακὰ γι’ αὐτὸν καὶ τῶν ἔδιωξε ἀπὸ τὸ δῆμο τῶν Ἀργείων, ἐπειδὴ ἦταν πολὺ πιὸ δυνατός του · γιατὶ ὁ Δίας τὸν εἶχε ὑποτάξει κάτω ἀπ’ τὸ δικό του σκῆπτρο. Μὲ τὸν Βελλερεφόντη ξετρελάθηκε ἡ γυναῖκα τοῦ Προίτου, ἡ θεία Ἄντεια, θέλοντας νὰ σμίξει ἐρωτικὰ μαζί του στὰ κρυφά · δὲν μπόρεσε ὅμως νὰ πείσει τὸ γενναῖο Βελλερεφόντη ποὺ ἦταν τίμιος ἄνθρωπος καὶ τότε ἐκείνη λέγοντας ψέματα μίλησε στὸν βασιλιὰ τὸν Προῖτο : « Καλύτερα νὰ πεθάνης, Προῖτε, εἰδαλλιῶς σκότωσε τὸν Βελλερεφόντη, ποὺ ἤθελε νὰ σμίξει ἐρωτικὰ μαζί μου, χωρὶς ἐγὼ νὰ θέλω ».

Ἔτσι μίλησε, καὶ τὸ βασιλιὰ τὸν ἔπιασε ὀργή, τέτοιο λόγο ποὺ ἄκουσε · νὰ τὸν σκοτώση δὲν θέλησε, γιατὶ δὲν τὸ βάσταξε ἡ ψυχή του, τὸν ἔστειλε ὅμως στὴ Λυκία καὶ τοῦ ἔδωσε ἄσκημα σημάδια, σημειώνοντας, σὲ πίνακα ποὺ δίπλωνε, πολλά, ποὺ θὰ τοῦ κατέστρεφαν τὴ ζωή, καὶ λέγοντάς του- γιὰ νὰ χαθῆ- αὐτὰ νὰ τὰ δείξει στὸν πεθερό του. Ἐκεῖνος ὅμως ἔφυγε γιὰ τὴ Λυκία ὑπὸ τὴν προστασία τῶν θεῶν, ποὺ τὸν συνόδεψαν ἄσφαλτα, κι ὅταν ἔφτασε στὴ Λυκία καὶ στὸν ποταμὸ Ξάνθο, πρόθυμα τὸν τίμησε ὁ βασιλιὰς τῆς πλατιᾶς Λυκίας. Ἐννιὰ μέρες τὸν φιλοξένησε καὶ ἐννιὰ βόδια ἔσφαξε · ὅταν ὅμως φάνηκε ἡ δέκατη αὐγὴ μὲ τὰ τριανταφυλλένια δάχτυλα, ἄρχισε νὰ τὸν ρωτάει καὶ νὰ τοῦ γυρεύη νὰ δῆ τὸ σημάδι ποὺ ἔφερνε ἀπὸ τὸ γαμπρό του τὸν Προῖτο. Ὅταν πῆρε τὸ κακὸ σημάδι ἀπὸ τὸ γαμπρό του, πρῶτα τὸν πρόσταξε νὰ σκοτώση τὴν ἀκαταμάχητη Χίμαιρα. Αὐτὴ ἦταν ἀπὸ γενιὰ θεϊκιά, ὄχι ἀπὸ ἀνθρώπους, μπροστὰ λιοντάρι, πίσω φίδι καὶ στὴ μέση κατσίκα, καὶ ξεφυσοῦσε φοβερὴ φωτιὰ ποὺ ἔκαιε. Αὐτὴν τὴν σκότωσε ὑπακούοντας στὰ σημάδια ποὺ τοῦ ἔδειχναν οἱ θεοί.

Δεύτερα πολέμησε μὲ τοὺς ἔνδοξους Σολύμους · αὐτὴ ἦταν, ἔλεγε, ἡ πιὸ σκληρὴ μάχη ποὺ ἔδωσε μὲ ἄντρες.

Τρίτες σκότωσε τὶς ἀμαζόνες ποὺ πολεμοῦν σὰν ἄντρες · ὅταν ὅμως γύριζε πίσω, τοῦ ἔπλεξε ἕναν ἄλλο πονηρὸ δόλο : ξεδιάλεξε ἀπὸ τὴν πλατιὰ Λυκία τοὺς πιὸ γενναίους ἄντρες καὶ τοὺς ἔστησε καρτέρι. Αὐτοὶ ὅμως δὲν γύρισαν πίσω στὰ σπίτια τους · γιατὶ ὅλους τοὺς σκότωσε ὁ ἀψεγάδιαστος Βελλερεφόντης. Τότε, ὅταν πιὰ κατάλαβε, πὼς ἦταν δυνατὸς γόνος θεοῦ, τὸν κράτησε αὐτοῦ καὶ τοῦ ἔδωσε τὴ θυγατέρα του γυναῖκα, τοῦ ἔδωσε καὶ ἀπὸ ὁλόκληρη τὴ βασιλικὴ ἐξουσία του τὴ μισή. Οἱ Λύκιοι πάλι τοῦ ξεχώριασν ἕνα ξεχωριστὸ κομμάτι γῆς, ὡραῖο, ἀπὸ ἀμπέλι καὶ ἀπὸ χωράφι, γιὰ νὰ τὸ νέμεται. Μὲ τὴ γυναῖκα του ἀπόχτησε ὁ γενναῖος Βελλερεφόντης τρία παιδιά : τὸν Ἴσανδρο καὶ τὸν Ἱππόλοχο καὶ τὴ Λαοδάμεια. Μὲ τὴ Λαοδάμεια πλάγιασε ὁ συνετὸς Δίας κι ἐκείνη γέννησε τὸν ἰσόθεο Σαρπηδόνα τὸν ὁπλισμένο μὲ χαλκό.

Ὅταν ὅμως καὶ τὸν Βελλερεφόντη τὸν μίσησαν ὅλοι οἱ θεοί, τότε πλανιόταν ὁλομόναχος μέσα στὸ Ἀλήιο πεδίο καὶ μονάχος του τρωγόταν καὶ ἀπὸ μέσα του καὶ ἀπόφευγε τοὺς δρόμους ποὺ περνοῦσαν οἱ ἄνθρωποι. Τὸν γιό του τὸν Ἴσανδρο τὸν σκότωσε ὁ Ἄρης ποὺ δὲν χορταίνει τὸν πόλεμο, καθὼς πολεμοῦσε μὲ τοὺς ἔνδοξους Σολύμους. Τὴν κόρη του πάλι θυμώνοντας τὴν σκότωσε ἡ Ἄρτεμη ποὺ ἔχει χρυςὰ χαλινάρια. Ὁ Ἱππόλοχος πάλι γέννησε ἐμένα καὶ δικό του παιδὶ λέω πὼς εἶμαι. Μὲ ἔστειλε λοιπὸν στὴν Τροῖα καὶ μοῦ ἔδινε πάρα πολλὲς παραγγελίες : νὰ εἶμαι πάντα πρῶτος καὶ νὰ ξεπερνῶ τοὺς ἄλλους, κι οὔτε νὰ ντροπιάζω τὴ γενιὰ τῶν προγόνων μου, ποὺ στάθηκαν ἀπὸ τοὺς πρώτους καὶ στὴν Ἔφυρα καὶ στὴν πλατιὰ Λυκία. Ἀπ’ αὐτὴ τὴ γενιὰ καὶ ἀπὸ τέτοιο αἷμα καυχιέμαι πὼς εἶμαι ».

Κι ἐγὼ ἀπὸ σεβασμὸ στὸν Ὅμηρο ἀλλὰ καὶ στὴν πανάρχαια παράδοση τοῦ ἔθνους μας τὸ διασκεύασα στὰ μοτίβα του καὶ στὴ γενικὴ νοοτροπία του ὅσο μποροῦσα πιὸ κοντά. Βέβαια στὴ διασκευη τὸ ἀθῷο παληκάρι στηρίζεται στὴν δύναμη τῆς προσευχῆς καὶ στὴν εὐχὴ τῆς μάννας του. Ἡ εὐχὴ τῆς μάννας εἶναι ἄγνωστη στὸν ἀρχαῖο κόσμο, γιατὶ οἱ μαννάδες δὲν εἶχαν ὑπόληψη στὴν ἀνδροκρατούμενη κοινωνία καὶ ἡ προσευχὴ δὲν γινόταν περιστασιακὰ καὶ νοερά, ἀλλὰ μὲ τυπικὲς ἐπίσημες θυσίες. Ἔτσι “ μεταφράζεται ” ὁ ἀρχαῖος μῦθος στὰ χριστιανικά. Χωρὶς αὐτὴ τὴ “ μετάφραση ” ὁ μῦθος θὰ ἔχει μόνο ψυχαγωγικό, διδακτικὸ καὶ ἀρχαιογνωστικὸ χαρακτῆρα. Ὁ Χριστιανὸς ὅμως ἀκροατὴς τοῦ παραμυθιοῦ “ ἀναπαύεται ” μὲ ἕνα τέτοιο παραμύθι, ποὺ τιμᾷ τὴν ἀθῳότητα ἀλλὰ τὸν τελικό της θρίαμβο τὸν κρεμᾷ ἀπὸ τὴν προσευχή.

Σημειώνω ὅτι δὲν βάζω σὲ ὅλα τὰ παραμύθια θρησκευτικὲς ἀναφορὲς, γιατὶ τὶς θεωρῶ αὐτονόητες στὸ νεοέλληνα · συχνὰ ἁρκοῦμαι μόνο στὴν εὐχὴ τῆς μάννας. Ἡ ἐκτίμηση τῆς μάννας σὲ ὅλη τὴν παραδοσιακὴ χριστιανικὴ λογοτεχνία εἶναι μεγάλη λόγῳ τῆς προβολῆς τῆς Παναγίας. Χαρακτηριστικὸ στὴν περίπτωση αὐτὴ εἶναι ἡ παραλογὴ τοῦ “ νεκροῦ ἀδερφοῦ ”.

Στὰ πρωτότυπα παραμύθια ὑπάρχει ἐλευθερία γιὰ ἐξεύρεση μοτίβων, ἀλλὰ ἡ ἀρχαία Μυθολογία δὲν μᾶς ἀφίνει πολλὰ περιθώρια, γιατὶ ἦταν μιὰ πολυχρόνια ἐποχή, ποὺ χρησιμοποιήθηκαν ἄφθονα μυθολογικὰ στοιχεῖα γιὰ τὴ σύνθεση τῆς Μυθολογίας, ποὺ ἦταν καὶ ἡ θρησκεία τους βέβαια. Μάλιστα μὲ τὴν εὐκολία, ποὺ εἶχε ὁ καθένας νὰ σκαρώνει παραλλαγὲς σ’ ἕνα τεράστιο μυθολογικὸ πεδίο, ποὺ ἦταν ὑποταγμένο στὴν ἀνθρώπινη φαντασία, μᾶς ἔδωσε ἄφθονα παραμυθιακὰ μοτίβα. Ὁ κάθε ἀρχαῖος μῦθος ἔχει καὶ δύο καὶ τρεῖς καὶ περισσότερες ἀκόμα παραλλαγές. Ἔτσι ὁ νεοέλληνας μυθολόγος εἶχε πλούσια ἀποθέματα παραμυθιακῶν μοτίβων.

Ἀκόμα αὐτὴ ἡ πανθεϊστικὴ νοοτροπία τῆς ἀρχαίας Μυθολογίας ἐχρησίμεψε στὸ νεοέλληνα μυθολόγο, γιὰ νὰ δηλώσει τὴν πίστη τοῦ ὅτι ὅλος ὁ κόσμος διαπνέεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Γι’ αὐτὸ τὰ ζῷα μιλοῦν ὅπως καὶ τὰ δέντρα, τὰ βουνά, ἀκόμα καὶ τὰ καράβια. Γι’ αὐτὸ οἱ στεριὲς εἶναι γεμᾶτες ἀπὸ νεράϊδες, δράκους καὶ στοιχειὰ καὶ οἱ θάλασσες ἀπὸ γοργόνες.

Ὁ σημερινὸς μυθολόγος δὲν ἔχει τὴν αἴσθηση τοῦ ἀρχαίου ὁμοτέχνου του ὅτι ὑφαίνει τὸν καμβὰ τῆς θρησκείας του. Ὁ ἀρχαῖος ἔπαιζε μὲ τὰ μυθολογικά του εὑρήματα συμπληρώνοντας τὸ πὰζλ τῆς θεολογίας του καὶ προκαλοῦσε τὴ μελαγχολία τῶν σοβαρῶν ποιητῶν σὰν τὸν Εὐριπίδη, ποὺ θρηνολογεῖ : “ Μύθοις ἄλλως φερόμεθα ” ( ἀπὸ παραμύθια μάταια τραβολογιόμαστε ). Ὁ σημερινὸς μυθολόγος ξέρει πὼς κάνει ψυχαγωγία, ὅπως λέει κάποιο ἀκροτελεύτιο παραμυθιοῦ : Ψέματα κι ἀλήθεια ἐτσά ‘ν’ τὰ παραμύθια, οὔτε ἐγὼ ἤμουν ἐκεῖ οὔτε ‘σεῖς νὰ τὰ πιστέψετε.

Σ’ ἐμᾶς τὸ παραμύθι εἶναι παιδικὸ ἄκουσμα ἢ ἀνάγνωσμα, γιὰ νὰ περάσει τὸ παιδὶ τὰ παιδικά του χρόνια μ’ ἕνα ὅραμα τοῦ κόσμου συμπαθητικό. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ μυθολογικὸ πεδίο, ἡ σύγχρονη κοινωνία θὰ βάλει μοτίβα, ποὺ ἀναφέρονται στὴ θρησκεία καὶ ὕστερα μὲ τὴν καθαρὰ θρησκευτική-ἐκκλησιαστικὴ ἀγωγὴ θὰ μάθει τὸ παιδὶ τί εἶναι πραγματικὸ ἀπ’αὐτὰ καὶ τί εἶναι εὕρημα μυθολογικό π.χ. ἡ εἰκόνα τοῦ Ἅη Γιάννη μὲ τὰ φτερά, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, τοῦ Ἀρχάγγελου Μιχαήλ.

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ θρησκευτική μας ἱστορία ἔχει πολλὰ περιστατικὰ ὑπερλογικά, ὅπως τὰ θαύματα, ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἀνάσταση. Ἡ σωστὴ ἀγωγὴ τοῦ νέου θὰ τὸν βοηθήσει νὰ διακρίνει τὰ εὑρήματα τῆς μυθολογίας ἀπὸ τὰ γεγονότα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μας Ἱστορίας. Πάντως καὶ μὲ τὰ εὑρήματα τῶν παραμυθιῶν καὶ μὲ τὰ γεγονότα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μας Ἱστορίας ὁ νέος μας ξεφεύγει ἀπὸ τὴ Νευτώνια φυσικὴ καὶ τὴν Καρτεσιακὴ λογικὴ καὶ πληροφορεῖται γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ ὑπερφυσικοῦ κόσμου πέρα ἀπὸ τὸν φυσικό. Καὶ τὰ μὲν παραμύθια τὸν προετοιμάζουν σ’ αὐτὸ ψυχολογικά, ἐνῷ ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία τὸν πληροφορεῖ ὀντολογικά. Πάντως μεγαλώνοντας ὁ ἄνθρωπος ἀφίνει τὴν ψυχαγωγία μὲ τὰ παραμύθια καὶ ἀνεβαίνει-ὑψώνεται πάνω ἀπ’ τὴν πεζὴ πραγματικότητα μὲ τὴν καθαρὴ θρησκευτική του ζωή. Κρατάει ὅμως τὴν ἀνάμνηση τῆς καλλονῆς τοῦ παραμυθιοῦ.

Πράγματι μένουν κάποιες ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴ μυθολογικὴ νοοτροπία, ποὺ τὶς φέρνουν στὴν ἐπιφάνεια οἱ ἄνθρωποι συνειδητά. Αὐτὰ εἶναι οἱ παρομοιώσεις καὶ οἱ μεταφορές. Ὅταν λέμε ὅτι ὁ ἥλιος βασιλεύει καὶ ὄχι δύει, ὅταν λέμε ὅτι ὁ γαμπρὸς εἶναι σὰν ἀητὸς καὶ ἡ νύφη σὰν περιστέρα, ὅταν λέμε ὅτι ὁ ἄνεμος βρυχᾶται, ἡ θάλασσα παιζογελᾷ καὶ πολλὰ τέτοια στολίδια τῆς λογοτεχνίας μας, τότε ἀνακαλοῦμε συνειδητὰ γνωστά μας μυθολογικὰ μοτίβα, γιὰ νὰ στολίσουμε μὲ ὀμορφιὰ τὶς ῥεαλιστικὲς εἰκόνες. Ἄρα ὁμολογοῦμε ὅτι τὰ μυθολογικὰ εὑρήματα ὅσο κι ἂν ἦταν ψεύτικα, ἦταν ὄμορφα.

Πῶς ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὰ πανάρχαια χρόνια ἀποζητοῦσε τὴν ὀμορφιά, πῶς τὴν σκάρωνε φτιάχνοντας ὁλόκληρα φανταστικὰ σενάρια, γιὰ νὰ τὴν παραστήσει ; Καὶ γιατί δὲν τοῦ ἀρκοῦσε ἡ ὀμορφιὰ ταῆς φύσης, ἀλλὰ ἔφτιαχνε καὶ δική του φανταστική. Πιὸ πάνω εἴπαμε ὅτι ἡ ὀμορφιὰ ἦταν ἡ φυσικὴ ὅψη τοῦ κόσμου καὶ κάθε γεγονὸς καὶ κάθε ἔννοια στὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου καθὼς καὶ κάθε συναισθήματος εἶχε ὄψη ὄμορφη. Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀνάμνηση τοῦ Παραδείσου. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριός μας ὁ Χριστὸς ἐτίμησε τὸν τρόπο αὐτὸν τῆς μυθολογίας καὶ τὸν μεταχειρίστηκε στὰ κηρύγματά του μὲ τὶς παραβολές.

Οἱ παραβολὲς τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι συμβολικοὶ μῦθοι μὲ τὴν πρωτοτυπία ὅτι καὶ ἡ συμβολικὴ εἰκόνα εἶναι ῥεαλιστικὴ καὶ ἡ συμβολιζόμενη “ εἰκόνα ” εἶναι πραγματική. Τὸ συμβολίζον ἐδῶ θὰ μποροῦσε νὰ συμβεῖ κάλλιστα καὶ στὴν πραγματικότητα. Ἂρα ἡ παραβολὴ εἶναι τρόπος διδακτικὸς γιὰ κατανόηση. Ἴσως μόνο ἡ παραβολὴ τοῦ κόκκου σινάπεως εἶναι ἐξωπραγματικὴ ὡς πρὸς τὸ σύμβολο, γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει τὸ σινάπι τὸ μεγαλύτερο δέντρο, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὅμως γίνεται τόσο μεγάλη.
Ὄλα αὐτὰ πρέπει νὰ τὰ μελετήσουμε μέσα μας, πρὶν νὰ γράψουμε κάτι γιὰ τὰ παιδιὰ ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς μεγέλους. Τὰ παιδιὰ ἔχουν ἀκόμα ζωηρὴ τὴ μνήμη τοῦ ὑπερφυσικοῦ κόσμου καὶ οἱ καρδιές τους χαίρονται μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἀτμόσφαιρα. Ὀφείλουμε νὰ τοὺς παρουσιάσουμε ἔτσι τὸν κόσμο καὶ μέσα στὸ μυθικὸ αὐτὸν κόσμο θὰ βάζουμε μοτίβα τοῦ ὑπερφυσικοῦ ἀληθινοῦ κόσμου τῆς θρησκείας, ὥστε νὰ διευκολύνουμε τὴ μετάβαση ἀργότερα ἀπὸ τὸν μυθολογικὸ κόσμο στὸν κόσμο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας. Αὐτὸ εἶναι ἡ πρότασή μου.

Ἂν κοιτάξει κανείς πολλὰ ἀπὸ τὰ παιδικὰ βιβλία τῆς ἐποχῆς μας, θὰ ἰδεῖ ὅτι ἄλλα ἀποσκοποῦν στὴν ἀπόσπαση τῆς προσοχῆς τῶν παιδιῶν στὶς ἐναλλασσόμενες σκηνὲς κάποιων περιπετειῶν, ἄλλα στὴν ἐξιστόρηση φανταστικῶν γεγονότων, ποὺ εἶναι μόνο “ εὑρήματα ” χωρὶς κανένα νόημα. Ἄλλα ἀποτελοῦν ἐκθέσεις πληροφοριῶν, ἄλλα συνηθίζουν τὸ παιδὶ νὰ βλέπει τὴ ζωὴ γελοιοποιημένη, ὅπως συμβαίνει μὲ τὰ λεγόμενα κόμικς ἢ κινούμενα σχέδια. Σὰν γνήσιοι “ Εὐρωπαῖοι ” οἱ συνθέτες τους συγχέουν τὸ γελοῖο μὲ τὸ γέλιο. Δὲν ὑπάρχει γι’ αὐτοὺς τίποτα ἀπὸ φυσικοῦ του χαροποιὸ στὸν κόσμο καὶ καταφεύγουν στὸ ὑποκατάστατο γελοῖο, ποὺ κολακεύει καὶ τὴν ἀλαζονεία τοῦ δυτικοῦ ἀνθρώπου ὥστε νὰ αἰσθάνεται σὰν ὁ μόνος σοβαρὸς καὶ πραγματικὸς μέσα στὸν κόσμο.

Κυκλοφοροῦν καὶ βιογραφίες ἡρώων καὶ ἐθνικὰ-ἱστορικὰ μυθιστορήματα καὶ ἄλλα διδακτικὰ παιδικά βιβλία, ποὺ ὅλα ἔχουν κάποια προτίμηση τῶν παιδιῶν καὶ περισσότερο τῶν γονιῶν, ποὺ τοὺς τὰ φέρνουν. Ὅλα δείχνουν ἕνα ζῆλο ἠθικοῦ καὶ ἐθνικοῦ σωφρονισμοῦ.

Τὰ παιδιὰ ὅμως ἀναπνέουν γύρω τους τὴν ἀνήθικη ἀτμόσφαιρα, ποὺ τὰ περιβάλλει εἴτε μὲ τὴν ἴδια τὴν πραγματικότητα εἴτε μὲ τὰ σενάρια τῆς τηλεόρασης, ποὺ προδίδουν τὶς προτιμήσεις τῶν μεγάλων. Βλέποντας μάλιστα τὸ παιδὶ τὴν πολὺ αἰσθητὴ ἀποτυχία τῆς οἰκογένειας ἀλλὰ καὶ τῆς κοινωνίας καὶ τῆς πολιτείας μὲ τὰ τραγικὰ καὶ ἀσυγχώρητα σφάλματά τους, αἰσθάνεται νὰ ἐμπαίζεται ἀπὸ τοὺς μεγάλους, ποὺ ἐνδιαφέρονται δῆθεν γιὰ τὸ σωφρονισμό τους.

Προκαλοῦμε μία σχιζοφρενικὴ κατάσταση στὶς ψυχὲς τῶν παιδιῶν, ὅταν δείχνουμε ὅτι τὰ θέλουμε φρόνιμα, ὑπάκουα, ἁγνὰ καὶ ἐργατικὰ, ἐνῷ ταυτόχρονα ἐμεῖς, ἡ κοινωνία τῶν μεγάλων, χλευάζουμε αὐτὲς τὶς ἀρετὲς καὶ μάλιστα καυχώμαστε γι’ αὐτά. Γιὰ νὰ συνθέτουμε παιδικὰ βιβλία στὴν ἐποχή μας, πρέπει πρῶτα νἀπολογηθοῦμε στὰ παιδιά μας γιὰ τὰ ἑκατομμύρια ἀδερφάκια τους, ποὺ τὰ θερίσαμε μὲ τὶς ἐκτρώσεις καὶ τὰ χιλιάδες ἀδερφάκια τους ποὺ τὰ ῥημάξαμε μὲ τὶς αἱμομιξίες, ἀκόμα καὶ γιὰ τὴν ἐγκατάλειψή τους μπροστὰ στὸ γυαλὶ τῆς τηλεόρασης. Ἀκόμα πρέπει νἀπολογηθοῦμε γιατί ἀφήσαμε τὰ παιδιά μας ἀνυπεράσπιστα στὰ χέρια μιᾶς αἰσχρῆς ἀθεϊστικῆς παιδείας, γιατί τ’ ἀφήσαμε ἀφρούρητα μπροστὰ στὴν ἔξαλλη ἐπίδειξη καὶ προβολὴ ὅλων τῶν διαστροφῶν. Δηλαδὴ δὲν εἴμαστε καθαροί, γιὰ νὰ γράψουμε παιδικὰ βιβλία. Γι’ αὐτὸ τὴν κοινωνία τῶν ἡμερῶν μας θὰ τὴν δικάσουν τὰ παιδιά. Γι’ αὐτὸ ἐνοχλούμαστε γιὰ τὶς θρησκευτικὲς;ἀναφορές, ὅταν τὶς βρίσκουμε νὰ ὑπάρχουν μέσα στὰ παιδικὰ βιβλία.

Στὰ παραμύθια μας καὶ σὲ κάθε ἄλλο παιδικὸ βιβλίο πρέπει και νὰ μποροῦμε νὰ ὑποδείξουμε στὸ παιδὶ νὰ κοιτάζει τὴν ὄμορφη φύση, νὰ τὴν ἀγγίζει, νὰ τὴ γεύεται, νὰ τὴ θαυμάζει καὶ νὰ εὐχαριστεῖ γι’ αὐτὴ τὸ Δημιουργό της. Χρειάζεται μεγάλη προσοχὴ νὰ μὴ χαλάσουμε τὴν ντροπαλοσύνη τοῦ παιδιοῦ, νὰ μὴν ἐξαχρειώσουμε τὴν καρδιά του, νὰ συμπορευτοῦμε μὲ τὴν ἁπλότητά του χωρὶς νὰ τὴν γελοιοποιήσουμε.Ὅλ’ αὐτὰ γίνονται ἀσχεδίαστα καὶ αὐθόρμητα, ὅταν γίνουμε ἐμεῖς οἱ μεγάλοι ξανὰ ἀθῷοι.

Χρωστοῦμε νὰ προετοιμάσουμε τὸ παιδὶ γιὰ τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὸ μυθικὸ κόσμο στὸν πνευματικὸν, ὅπου ὅλα τὰ φυσικὰ καὶ τὰ λογικὰ πνίγονται ἐρωτικὰ μέσα στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ. Ἀλλιῶς ποιά ἀλήθεια θὰ ποῦμε στὰ παιδιά μας ; Ἀμήν.

Κωνσταντῖνος Γανωτὴς
Δακτυλογράφηση & Φιλολογικὴ Ἐπιμέλεια
Αἰκατερίνη Κόρμαλη Γανωτῆ